Για πρώτη φορά μετά από 8 μνημονιακά χρόνια η κυβέρνηση ανακοινώνει τις προθέσεις της για την έξοδο της χώρας στις αγορές, τη στιγμή που το μαξιλάρι ρευστότητας «δια παν ενδεχόμενο» προσεγγίζει τα 27 δις. ευρώ, με το πρωτογενές πλεόνασμα στο 11μηνο να υπερβαίνει τα 7,6 δις. ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών. Σχεδόν ένα χρόνο από την τελευταία έκδοση Ελληνικού τίτλου, επταετούς διάρκειας και με επιτόκιο κοντά στο 3,2 – 3,4%, το υπουργείο Οικονομικών και βεβαίως ο καθ’ύλην αρμόδιος Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), σχεδιάζουν την επόμενη έξοδο της χώρας στις αγορές, επιζητώντας το κατάλληλο timing, το οποίο, όπως αναφέρουν πηγές τόσο από το οικονομικό επιτελείο, όσο και από Έλληνες διαχειριστές στις τράπεζες, θα μπορούσε να προσδιοριστεί από τα μέσα Ιανουαρίου και μετά. Κι αυτό, γιατί στο πρώτο τρίμηνο του 2019 υπάρχουν ουκ ολίγες προκλήσεις για τη χώρα σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στον διεθνή περίγυρο.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά στο b.e., στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου αναμένεται να κατατεθεί το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG Comp) για το όχημα ειδικού σκοπού, στο οποίο αναμένεται να περάσουν τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, εξυγιαίνοντας σε σημαντικό βαθμό τους ισολογισμούς των τραπεζών προκειμένου αυτές με την σειρά τους να χρηματοδοτήσουν και πάλι την Ελληνική οικονομία. Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η σχετική πρόταση να έχει εγκριθεί το πρώτο δίμηνο του 2019, επιλύοντας το σημαντικότερο πρόβλημα που βαραίνει σήμερα τις ελληνικές τράπεζες, αλλά και συνολικότερα την οικονομία, αφού έχει γίνει σαφές ότι το πρόβλημα των υψηλών κόκκινων δανείων οδηγεί σε κλειστές αγορές όχι μόνο τις τράπεζες, αλλά και το ίδιο το Δημόσιο.
Η έγκριση από την DG Comp θα ανοίξει και επισήμως τον δρόμο για την εφαρμογή της πρότασης που βασίζεται στην τιτλοποίηση κόκκινων δανείων ύψους τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ, που θα ανακουφίσει εν μέρει τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών. Στελέχη με γνώση του θέματος εξηγούν ότι το βασικό πρόβλημα, που ήταν το γεγονός ότι το ελληνικό Δημόσιο –σε αντίθεση με το ιταλικό– είναι σε χαμηλή επενδυτική βαθμίδα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παράσχει εγγυήσεις, φαίνεται ότι παρακάμπτεται ως εμπόδιο, αλλά σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγούν, θα αποτυπωθεί στο επίπεδο της τιμολόγησης των ομολόγων που θα εκδοθούν.
Οπως άλλωστε επισημαίνουν, το βασικό πλεονέκτημα της πρότασης είναι κυρίως το γεγονός ότι ένας σημαντικός όγκος δανείων με εξασφαλίσεις που είναι σήμερα στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών θα τιμολογηθεί με όρους αγοράς, δημιουργώντας σταδιακά μια αξιόπιστη μεθοδολογία για την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου. Με τον τρόπο αυτό θα «χτιστεί» σταδιακά μια αξιόπιστη καμπύλη αξιολόγησης του ιδιωτικού χρέους, που σήμερα δεν υπάρχει.
Η δεύτερη σημαντική πρόκληση για την κυβέρνηση είναι η δεύτερη αξιολόγηση των θεσμών στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. Εφόσον αυτή είναι θετική (στο eurogroup της 2 Μαρτίου 2019 οι σχετικές αποφάσεις), θα οδηγήσει στην επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών, ενισχύοντας σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη των αγορών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ξένοι επενδυτές παροτρύνουν την κυβέρνηση να δοκιμάσει την έκδοση πενταετούς τίτλου, η απόδοση του οποίου διαμορφώνεται σε 3,32.