Η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε σήμερα σε δραστική μείωση των προβλέψεων για το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 1,9% για το 2019 , διαπιστώνοντας μεν βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος αλλά και σειρά προκλήσεων που συνδέονται τόσο με το εξωτερικό περιβάλλον όσο και τους εγχώριους πολιτικούς και δημοσιονομικούς κινδύνους υπό το βάρος του εκλογικού κύκλου και σειρά δικαστικών αποφάσεων για διεκδικήσεις αναδρομικών. Οι παράγοντες αυτοί είναι ικανοί να οδηγήσουν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Στην έκθεση του Διοικητή Γιάννη Στουρνάρα σημειώνεται χαρακτηριστικά πως «το 2019 είναι έτος σημαντικών προκλήσεων για την ελληνική οικονομία. Δεν υπάρχουν επομένως περιθώρια εφησυχασμού, καθώς οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν. Η επιτυχής πορεία της Ελλάδος στη νέα, μετά την κρίση, ευρωπαϊκή κανονικότητα συνεπάγεται δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των μέχρι σήμερα επιτευγμάτων, την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέχρι και την ολοκλήρωσή τους.»
Ειδικότερα στο μέτωπο της ανάπτυξης εκτιμάται πως η αναπτυξιακή δυναμική δεν έχει ακόμη εδραιωθεί επαρκώς, όπως αποτυπώνεται από τον αρνητικό ρυθμό μεταβολής των επενδύσεων, το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης επί του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και το ακόμη υψηλό ―παρά τη μείωσή του― ποσοστό ανεργίας. Επιπλέον ,ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική δρα η συνεχιζόμενη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Στο δημοσιονομικό πεδίο επισημαίνεται ότι για το 2019 προβλέπεται η εφαρμογή μιας επεκτατικής δέσμης δημοσιονομικών μέτρων ύψους περίπου 0,6% του ΑΕΠ, μερικώς αντισταθμιζόμενης από τη μείωση των δαπανών του ΠΔΕ κατά 0,3% του ΑΕΠ. «Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς ο δημοσιονομικός κίνδυνος που ελλοχεύει για το 2019 από ενδεχόμενες πιέσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση εν όψει του εκλογικού κύκλου. Σε συνδυασμό μάλιστα με την ενδεχόμενη καθολική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, ο κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού μεσοπρόθεσμα επιτείνεται, με αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας σχετικά με την εφαρμογή των νομοθετημένων μέτρων της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, με δυσμενείς συνέπειες για τη δυνατότητα εκπλήρωσης των δημοσιονομικών δεσμεύσεων της χώρας».
Όσον αφορά στα κόκκινα δάνεια, η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει πως παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ενίσχυση θεσμικού πλαισίου, θέσπιση από τις τράπεζες επιχειρησιακών στόχων για τη μείωσή τους, δημιουργία δευτερογενούς αγοράς και άρση νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων), το ποσοστό τους στο σύνολο των δανείων, αν και μειούμενο, παραμένει εξαιρετικά υψηλό αποτελώντας τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Το Δεκέμβριο του 2018 τα ΜΕΔ διαμορφώθηκαν σε 81,8δισεκ. ευρώ (ή 45,4% του συνόλου των δανείων),μειωμένα κατά περίπου 12,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του2017 και κατά 25,4 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Σημαντική συμβολή στη μείωση των ΜΕΔ είχαν οι διαγραφές και οι πωλήσεις δανείων, καθώς και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, ενώ οι τράπεζες έχουν ήδη δρομολογήσει συμφωνίες για περαιτέρω αύξηση του ύψους των πωλήσεων.
Οι κίνδυνοι
Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας το 2019, λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, γεωπολιτικών κινδύνων και ευπαθειών στις αναδυόμενες οικονομίες. Η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας που, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με το Brexit, ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην άνοδο των ελληνικών εξαγωγών και του τουρισμού.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί τοn σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα. Και τούτο διότι η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Στους εγχώριους κινδύνους περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους. Επιπλέον, στην αγορά εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του μέσου μισθού πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια από το 2010 μέχρι σήμερα.
Οι προκλήσεις
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση: αφενός, να επιτύχει ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και αφετέρου, να εξασφαλίσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για την εκπλήρωση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, όπως αυτές προσδιορίζονται στην απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2018 και από το ευρύτερο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων.
Η ελληνική οικονομία κατά τη μακρόχρονη περίοδο προσαρμογής επέτυχε να διορθώσει πολλές ανισορροπίες σε κρίσιμα οικονομικά μεγέθη. Εντούτοις, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ευπάθειες, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό κληρονομιά της κρίσης, αλλά ο πολυδιάστατος και αλληλένδετος χαρακτήρας τους αποκαλύπτει χρόνιες αδυναμίες.
Ειδικότερα:
- Η μόνιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον.
- Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
- Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο (3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060), όταν μάλιστα συνοδεύεται από υψηλή φορολογία, επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στη βιωσιμότητα του χρέους.
- Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών αποτελεί τροχοπέδη στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, αφού δεσμεύει τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές δραστηριότητες.
- Το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό και είναι το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υψηλή ανεργία, ιδίως των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, δημιουργεί ανισότητες που απειλούν την κοινωνική συνοχή, απαξιώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο, αποδυναμώνει κάθε κίνητρο για καλύτερης ποιότητας εκπαίδευση και εργασία και αυξάνει το κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης.
- Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, με τάση μάλιστα υποχώρησης.
- Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων παραμένει αρνητικός και υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με τις ανάγκες ενίσχυσης του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας, ύστερα μάλιστα από μια παρατεταμένη περίοδο αποεπένδυσης. Εξάλλου, η συνεχιζόμενη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δυσχεραίνει την επιτάχυνση της ανάπτυξης, αφού μειώνει τη συνολική ενεργό ζήτηση, αποδυναμώνει την ποιότητα των δημόσιων υποδομών και αυξάνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.
- Οι χαμηλές εγχώριες αποταμιεύσεις.
- Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.
- Η ποιότητα των θεσμών και ο σεβασμός στις ανεξάρτητες αρχές.
- Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις.
- Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας.
- Η κλιματική αλλαγή και η πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης
Για την επιτυχή αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων είναι απαραίτητο ένα ελάχιστο σύνολο παρεμβάσεων πολιτικής:
Πρώτον, συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να διαφυλαχθούν τα ως τώρα οικονομικά επιτεύγματα, να ενισχυθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και να βελτιωθεί περαιτέρω η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ώστε να καταστεί δυνατή η μόνιμη επιστροφή της στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Στο πλαίσιο αυτό, υψηλή προτεραιότητα πρέπει να δοθεί σε μεταρρυθμίσεις που αφορούν την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, την ασφάλεια δικαίου, ιδιαιτέρως στις χρήσεις γης, και την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Δεύτερον, μείωση του υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να απελευθερωθούν κεφάλαια για υγιείς επενδύσεις, να διευκολυνθεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης του επιχειρηματικού τομέα και να ενισχυθεί ο υγιής ανταγωνισμός. Παράλληλα, οι συντελούμενες αλλαγές στο νομικό πλαίσιο οφείλουν να προάγουν πρότυπα ηθικής συναλλακτικής συμπεριφοράς.
Τρίτον, αλλαγή στο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των υπέρμετρα υψηλών φορολογικών συντελεστών, του περαιτέρω εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών και της ενίσχυσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Θα ήταν μάλιστα ευκταίο να συνδυαστεί η αλλαγή αυτή με ρεαλιστικότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, δεδομένου ότι με το δημόσιο χρέος κοντά στο 170% του ΑΕΠ, μία επιπλέον ποσοστιαία μονάδα αύξησης του ΑΕΠ είναι 1,7 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τέταρτον, συνέχιση με μεγαλύτερη ένταση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίες βοηθούν στην ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, στην ενίσχυση των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας και στην αξιοποίηση του ανενεργού ανθρώπινου δυναμικού της, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις με ενίσχυση των συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, καθώς και να αρθούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επενδυτές.
Πέμπτον, ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία). Σύμφωνα με τις νέες παγκόσμιες τάσεις, στις σύγχρονες προσπάθειες συμβιβασμού μεταξύ της λειτουργίας της ελεύθερης οικονομίας, δηλαδή του καπιταλισμού, και της δημοκρατίας, η επένδυση στη γνώση και η δυνατότητα πρόσβασης όλων σε αυτήν είναι καταλυτικής σημασίας τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για την κοινωνική δικαιοσύνη.