Παρουσιάστηκε ο Β' Κύκλος του προγράμματος «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ», που διαχειρίζεται η ΕΥΔΕ-ΕΤΑΚ της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) και εντάσσεται σε μια σειρά δράσεων του Τομέα Έρευνας και Καινοτομίας του ΥΠΠΕΘ, για τη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας.
Ο Β' Κύκλος, με συνολικό προϋπολογισμό 250 εκατ. ευρώ, αποσκοπεί στη σύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με την επιχειρηματικότητα και τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας για νέους επιστήμονες.
Έμφαση δίνεται στην ενίσχυση της στελέχωσης τμημάτων Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D) καινοτόμων επιχειρήσεων και στις τεχνολογίες που σχετίζονται με την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως η Πληροφορική, η Τεχνητή Νοημοσύνη, η Φωτονική, τα Προηγμένα Υλικά, η Νανοτεχνολογία, η Βιοτεχνολογία και η Ρομποτική.
Ο Β' Κύκλος του προγράμματος έρχεται σε συνέχεια του Α' Κύκλου, κατά τον οποίο, μέσα στο 2018, συμβασιοποιήθηκαν 388 εκατ. ευρώ για 606 ερευνητικά έργα και συνέργειες επιχειρήσεων με ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα της χώρας.
Ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας Κώστας Φωτάκης δήλωσε: Η προκήρυξη του Β' Κύκλου του προγράμματος «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ» εντάσσεται σε μια ευρύτερη σειρά πρωτοβουλιών για την οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου για την ανάπτυξη της χώρας, αυτού της Οικονομίας της Γνώσης. Της Γνώσης, δηλαδή, και της Καινοτομίας που απορρέουν από την επιστημονική Έρευνα και ενσωματώνονται στην παραγωγική διαδικασία βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε τη σημασία των Τεχνολογικών Πάρκων νέου τύπου που σχεδιάζονται από τον Τομέα Έρευνας και Καινοτομίας ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας μέσω της αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων και τη στήριξη παραγωγικών νεοφυών επιχειρήσεων. Οι πρωτοβουλίες αυτές ενισχύουν τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας για εξειδικευμένους νέους επιστήμονες σε ελκυστικά περιβάλλοντα εργασίας. Επιπλέον, η έμφαση που δίνεται στις τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης θα αναδείξει το ερευνητικό και επιχειρηματικό οικοσύστημα που δραστηριοποιείται στον χώρο αυτό και θα διαμορφώσει τον ρόλο της Ελλάδας στο περιβάλλον που αναδύεται.
Σύμφωνα με τον υφυπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Στάθη Γιαννακίδη, επιχειρείται μια συνολική ποιοτική αλλαγή από ένα στρεβλό παραγωγικό μοντέλο του παρελθόντος, σε μια αναπτυξιακή στρατηγική που ενισχύει την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής έντασης και αξιοποιεί το υψηλά καταρτισμένο επιστημονικό δυναμικό της χώρας. Όπως σημείωσε, στο τρέχον ΕΣΠΑ η συνολική δημόσια δαπάνη για την έρευνα και την καινοτομία και την υλοποίηση της στρατηγικής έξυπνης εξειδίκευσης, ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ, ποσό υπερδιπλάσιο της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου. Όπως ανέφερε, από τη συνεργασία των δύο υπουργείων επιτεύχθηκε, εν μέσω κρίσης, να αυξηθούν οι δαπάνες για την έρευνα και ανάπτυξη, να φτάσει στο 1,14% του ΑΕΠ για το 2017 ενώ πέρα από την αύξηση της χρηματοδότησης από τον τακτικό προϋπολογισμό και το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, αυξήθηκαν και οι δαπάνες χρηματοδότησης εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα, γεγονός που αντανακλά την εμπιστοσύνη του στις προοπτικές της μεταμνημονιακής εποχής.
Η Γενική Γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας Πατρίτσια Κυπριανίδου δήλωσε: «Το πρόγραμμα "Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ" αποτελεί ένα ισχυρό αναπτυξιακό εργαλείο για τη χώρα. Μεγάλη σημασία έχουν ειδικά τα συνεργατικά έργα, μεταξύ δημόσιων ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων. Ειδικά ο Β’ κύκλος της Δράσης, στον σχεδιασμό του οποίου ελήφθησαν υπόψη τα αποτελέσματα του επιτυχημένου Α’ Κύκλου, ακολουθεί την επικαιροποίηση της έξυπνης εξειδίκευσης που έκανε η ΓΓΕΤ βάσει της διαδικασίας επιχειρηματικής ανακάλυψης και περιλαμβάνει σοβαρές καινοτομίες που αφορούν τη μεγαλύτερη ορατότητα των τεχνολογιών της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, της κυκλικής οικονομίας κ.λπ. Σήμερα, παρουσιάζουμε επίσης τα διαθέσιμα φορολογικά κίνητρα, και ειδικότερα τις φοροαπαλλαγές που δύνανται να έχουν οι καινοτόμες επιχειρήσεις για αγορά ερευνητικού εξοπλισμού, όπως προβλέπονται στη σχετική ΚΥΑ του 2017, ελαφρύνσεις που αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ελκυστικές για τις επιχειρήσεις μέχρι τώρα, κυρίως για τις μεσαίες και μικρομεσαίες».