Tις προθέσεις της κυβέρνησης για νέες παροχές αποκάλυψε ήδη χθες σε συνέντευξή της στην ΕΡΤ η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου. «Δεν είμαστε πλέον σε πρόγραμμα για να περιμένουμε το τέλος του χρόνου, όπως κάναμε στο παρελθόν, για να δώσουμε αυτό που θα απομείνει, εκεί που θέλουμε να το δώσουμε», είπε, μην αφήνοντας καμία αμφιβολία για τον χρόνο των παροχών.
Σημειωτέον ότι κυβερνητικά στελέχη και για φέτος εκτιμούν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί πολύ πάνω του στόχου του 3,5%, δηλαδή άνω του 4%...
Η κυρία Παπανάτσιου, ανέφερε και παραδείγματα των συζητούμενων μέτρων. «Στο τραπέζι», είπε, «βρίσκονται διάφορες προτάσεις, τις κοστολογούμε και μετά το Πάσχα θα αποφασίσουμε. Και μείωση του ΦΠΑ έχει συζητηθεί και μείωση του κατώτερου συντελεστή».
Η μείωση του κατώτερου συντελεστή από το 22% στο 20% έχει προβλεφθεί στο πλαίσιο των αντιμέτρων για το 2020 και έχει ήδη ψηφιστεί μαζί με τη μείωση του αφορολογήτου. Η μείωση του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από 24% στο 22% και του μειωμένου από το 13% στο 12% περιλαμβάνονται στις εξαγγελίες για το 2021.
Η κυβέρνηση αναμένεται να συζητήσει με τους θεσμούς τα όρια και το περιεχόμενο των παροχών που σχεδιάζει, καθώς δεν θέλει να διαταράξει τις σχέσεις της μαζί τους. Είναι πιθανό να προχωρήσει σε δύο δόσεις, σε συνδυασμό με τον χρόνο των ευρωεκλογών και των εθνικών εκλογών. Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος από την πλευρά του έχει δώσει δείγματα ότι θέλει να κινηθεί συντηρητικά, όταν μίλησε πρόσφατα για διανομή του υπερπλεονάσματος στο τέλος του χρόνου, με αφορμή τα υπό κατανομή 658 εκατ. ευρώ του προϋπολογισμού του 2019, για τα οποία έγινε συζήτηση να μοιραστούν ως «δώρο Πάσχα».
Είναι βέβαιο, εξάλλου, ότι οι θεσμοί θα εξετάσουν πολύ προσεκτικά τα υφιστάμενα περιθώρια, λόγω των δημοσιονομικών κινδύνων που υπάρχουν. Αυτοί προέρχονται κυρίως από τις επικείμενες δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά σε συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους, που ξεπερνούν κατά πολύ τον όποιο «δημοσιονομικό χώρο», αν και αναμένεται να γίνει διευθέτηση του κόστους σε βάθος χρόνου. Ερωτήματα υπάρχουν επίσης για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών ανάπτυξης, δεδομένης της σημαντικής επιβράδυνσης στην Ευρώπη. Επίσης, οι θεσμοί θα συνυπολογίσουν το αίτημα της κυβέρνησης για μη μείωση του αφορολογήτου το 2020, κάτι που αφαιρεί 2 δισ. ευρώ από τα έσοδα του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς.
Αξίζει να υπενθυμίσει κανείς, εξάλλου, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 4,29% του ΑΕΠ επετεύχθη αφού προηγουμένως είχε ήδη μοιραστεί κοινωνικό μέρισμα το 2018 και είχαν δοθεί αναδρομικά στα ειδικά μισθολόγια, συνολικού κόστους 2 δισ. ευρώ περίπου, με βάση το υπερπλεόνασμα που είχε τότε εκτιμηθεί. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η υπέρβαση έναντι του στόχου ήταν σχεδόν 4 δισ. ευρώ.