Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα χαλαρό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, σχεδόν φιλοσοφικό χαμόγελο καθώς αναλογίζεται την προοπτική των βουλευτικών εκλογών, οι οποίες θα γίνουν το αργότερο στις 20 Οκτωβρίου.
Από τις αρχές του 2016, σχεδόν κάθε δημοσκόπηση τοποθετεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα του οποίου ηγείται, στη δεύτερη θέση, πίσω από τη Νέα Δημοκρατία. Πολλές δημοσκοπήσεις το δείχνουν πίσω κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, μια διαφορά που υπονοεί ξεκάθαρη ήττα για τον πρωθυπουργό και το αριστερό του κόμμα. Ο Τσίπρας, όμως, που θα γίνει 45 ετών τον Ιούλιο, είναι αν μη τι άλλο ανθεκτικός και κοιτά μπροστά.
«Δεν σκέφτομαι ότι θα χάσω τις εκλογές, σκέφτομαι πώς θα τις κερδίσω», είπε σε συνέντευξή του στο Μέγαρο Μαξίμου, την έδρα της κυβέρνησης.
«Υπάρχει ένα ρητό: αν ένας στρατιώτης πάει στη μάχη για να χάσει, είναι καλύτερα να μην πάει… δεν γεννήθηκα για να είμαι πρωθυπουργός. Δεν είμαι από πολιτική οικογένεια. Εγινα ο νεότερος πρωθυπουργός της Ελλάδας στην ηλικία των 40 ετών. Η ζωή είναι η ζωή. Στη ζωή πρέπει να παλέψεις. Αυτό είναι το μοναδικό. Η τελική απόφαση όμως είναι του λαού, όχι δική μας».
Ο Τσίπρας ανέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, με τη φήμη ενός πολιτικού εικονοκλάστη και υποδαυλιστή. Από πολλές απόψεις, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το πιο ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα που ανέλαβε εξουσία σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, σύμμαχοι και εταίροι, από τις Βρυξέλλες έως την Ουάσιγκτον, είναι πιθανότερο ότι επευφημούν τον Τσίπρα ως έναν πολιτικό που σβήνει φωτιές αντί να τις προκαλεί.
Δεν υπάρχει πεδίο που να δείχνει περισσότερο αυτή την αλήθεια από την εξωτερική πολιτική. Κατά τη θητεία του, οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ έχουν γίνει θερμότερες από οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά το τέλος της Δικτατορίας του 1967-1974. Μια στενή τριμερής σχέση, στηριζόμενη στα κοινά ενεργειακά συμφέροντα, αναπτύχθηκε μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες άρχισαν να εμπιστεύονται τον Τσίπρα, όταν αντέστρεψε την αντίθεσή του με τους όρους της χρηματοοικονομικής διάσωσης της Ελλάδας από την ΕΕ και τίμησε τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που ανέλαβε κατά το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, ύψους 86 δισ. ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του 2015.
Στα μάτια των ΗΠΑ και της ΕΕ, όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Αλέξη Τσίπρα είναι η λύση της διαμάχης με τη Βόρεια Μακεδονία, ένα πρόβλημα που έριχνε σκιά επί 27 χρόνια στη σταθερότητα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο Τσίπρας θυμάται ότι όταν ανέλαβε καθήκοντα, ήλπιζε να κάνει πρόοδο στη διαφορά, αλλά ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο όσο ο Νικολά Γκρουέφσκι, ένας δεξιός εθνικιστής, ήταν πρωθυπουργός στο κράτος που τότε ήταν γνωστό ως πΓΔΜ.
«Ο Γκρουέφσκι ήταν ένας τύπος που ποτέ δεν ήθελε να διαπραγματευτεί», λέει ο Τσίπρας. «Θυμάμαι πως πήγα στο Βερολίνο. Συναντήθηκα με την καγκελάριο (Άγκελα) Μέρκελ. Συζητήσαμε για πολλή ώρα την οικονομική κρίση, το χρέος, τα ελλείμματα, τα μνημόνια κ.λπ. Αποφασίσαμε να συζητήσουμε και για την εξωτερική πολιτική, και είπα, «θέλω να λύσω αυτό το πρόβλημα, ακόμα και με τον Γκρουέφσκι. Θα προσπαθήσω να τον προκαλέσω, βάζοντάς τον να καθίσει στο τραπέζι. Αν δεν θέλει να καθίσει σε αυτό το τραπέζι, θα τον κατηγορήσω (ότι δεν θέλει διακανονισμό)».
«Μου είπε, ‘δεν σε πιστεύω’. Τη ρώτησα γιατί. Είπε, ‘επειδή όλοι οι προκάτοχοί σου ποτέ δεν ήθελαν ούτε καν να ανοίξουν αυτή την υπόθεση, ιδιαίτερα (ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης) Σαμαράς».
«Είπα, ‘η γνώμη μου είναι διαφορετική. Η άποψή μου είναι πως η Ελλάδα μόνο όφελος θα έχει, αν καταφέρουμε να λύσουμε τις διαφορές με τους βόρειους γείτονές μας. Η Ελλάδα έχει αρκετές διαφορές με τους γείτονές της στα ανατολικά -δεν χρειαζόμαστε άλλα προβλήματα με τους βόρειους γείτονές μας, ιδιαίτερα αν είναι χώρες που πιστεύω πως δεν απειλούν τον Ελλάδα».
«Δεν νομίζω πως η Αγκελα με πίστεψε πραγματικά, όμως απέδειξα ότι εννοούσα αυτό που έλεγα, όταν οι εξελίξεις στα Σκόπια έδειξαν πως υπάρχει ευκαιρία».
Ο Τσίπρας αναφέρεται στο τέλος της εποχής Γκρουέφσκι και στην άνοδο στην εξουσία του Ζόραν Ζάεφ, του κεντροαριστερού πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας. Ο Ζάεφ και ο Τσίπρας κατέληξαν στη συμφωνία, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Φεβρουάριο. Τώρα, ομάδα βουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούν την υποψηφιότητα των δύο για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, ως αναγνώριση του γεγονότος πως τα Βαλκάνια είναι γνωστότερα για τις δυσεπίλυτες εθνοτικές και εδαφικές συγκρούσεις απ’ ό,τι για τα προβλήματα που βρίσκουν ειρηνική διπλωματική λύση.