Σε νέες τιμές στόχους, υψηλότερες κατά 8% έως 74%, για τις ελληνικές τράπεζες προχωρά η Citigroup, η οποία «βλέπει» θετικό περιθώριο λίγο κάτω από το 25% και διατηρεί σύσταση «Ουδέτερη/Υψηλού Ρίσκου» και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Για την Alpha Bank, η Citi αυξάνει την τιμή-στόχο σε 1,90 ευρώ ανά μετοχή, από 1,76 ευρώ προηγουμένως, (Neutral/High Risk), λόγω του χαμηλότερου κόστους των μετοχών. Μιλάει για υψηλή ποιότητα κεφαλαίου με χαμηλότερο μερίδιο αναβαλλόμενου φόρου και υψηλότερο «μαξιλάρι» CET1, καθώς και για ισχυρή προ προβλέψεων κερδοφορία. Ωστόσο, θεωρεί πως υπάρχουν σημαντικά ρίσκα εκτέλεσης που σχετίζονται με τη μείωση των NPEs, δεδομένου ότι έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία NPEs και την χαμηλότερη κάλυψή τους μεταξύ των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Η τιμή-στόχος για την Eurobank αυξάνεται σε 1 ευρώ, από 0,85 ευρώ (Neutral/High Risk). Η Citi «χαιρετίζει» το σχέδιο εταιρικού μετασχηματισμού της τράπεζας που προβλέπει σημαντικό de-risking του ισολογισμού, με τον στόχο για την αναλογία των NPEs χαμηλότερα του 9% μέχρι το τέλος του 2021, να είναι χαμηλότερος αυτού που έχουν θέσει οι άλλες συστημικές τράπεζες. Ωστόσο, αυτό αντανακλάται σε μια μετοχή που διαπραγματεύεται με premium έναντι των άλλων τραπεζών με βάση το προβλεπόμενο BVPS.
Για την Εθνική Τράπεζα, η νέα τιμή στόχος που δίνει η Citi είναι τα 2,80 ευρώ ανά μετοχή, από 2,22 ευρώ προηγουμένως (Neutral/High Risk). Όπως επισημαίνει, η Εθνική έχει την καλύτερη κάλυψη NPEs, ενώ βελτιώνονται οι βασικές λειτουργικές τάσεις. Ωστόσο, αυτό αντανακλάται σε μια μετοχή που διαπραγματεύεται με premium έναντι της Alpha και της Πειραιώς επί του προβλεπόμενου BVPS.
Η νέα τιμή στόχος για την Τράπεζα Πειραιώς είναι τα 3,20 ευρώ ανά μετοχή από 1,84 ευρώ προηγουμένως. Η Citi αξιολογεί την Τράπεζα Πειραιώς με Neutral/High Risk δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της τράπεζας από τις απαιτήσεις αναβαλλόμενου φόρου από το κράτος, της ισχνής κερδοφορίας και των ρίσκων εκτέλεσης που σχετίζονται με τη μείωση των NPEs, ενώ έχει τα περισσότερα NPEs και τον χαμηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας μεταξύ των συστημικών τραπεζών.