Ποιος ωφελείται; Όταν ο οικονομικός κύκλος κάνει την αναπόφευκτη δουλειά του και η ύφεση πλήξει τις ΗΠΑ, ποια πολιτική δύναμη θα επωφεληθεί; Το ερώτημα αν και αγενές, ωστόσο έχει σημασία.
Είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί. Για να γίνει κατανοητό το πόσο θολή είναι η σχέση μεταξύ των οικονομικών και της πολιτικής, σκεφτείτε το τελευταίο κραχ. Ένα φιάσκο που δημιουργήθηκε στον ιδιωτικό τομέα και διευκολύνθηκε από το κράτος θα έπρεπε να είχε αποτελέσει το μεγαλύτερο άνοιγμα για την Αριστερά από τότε που η Μεγάλη Ύφεση ανύψωσε τον Φράνκλιν Ρούσβελτ.
Ο Μπαράκ Ομπάμα σωστά εξελέγη πρόεδρος. Ο Τζον Μέιναρντ Κέυνς έγινε λαϊκό ίνδαλμα από το υπερπέραν. Όμως το κίνημα «ξεφούσκωσε». Αντιθέτως, αυτά που άφησε τελικά το κραχ ήταν το κίνημα Tea Party και η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.
Οδεύοντας προς την επόμενη ύφεση, οι κυρίαρχες δυνάμεις στις ΗΠΑ είναι η λαϊκιστική δεξιά του Τραμπ, η λαϊκιστική αριστερά των γερουσιαστών Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν και το παλαιό κέντρο, που μοιάζει τόσο εύθραυστο όσο και ο προασπιστής του, Τζο Μπάιντεν.
Και οι τρεις έχουν λόγους να πιστεύουν πως μια ύφεση θα οδηγήσει στη δική τους άνοδο. Η λαϊκιστική δεξιά μπορεί να υποδαυλίσει μια λογική πολιορκίας κατά της εφησυχασμένης Fed και της παρασιτικής Κίνας. Η ύφεση θα συμβεί επίσης σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός που έχει γεννηθεί στο εξωτερικό αγγίζει ιστορική κορυφή: κανένας δημαγωγός όσο ατάλαντος και αν ήταν δεν θα μπορούσε να μην καταφέρει να εκμεταλλευτεί τα πιθανά σχίσματα. Η πεποίθηση πως ο κ. Τραμπ δεν μπορεί να επιβιώσει μιας ύφεσης πριν τον Νοέμβριο του 2020, πιθανότατα είναι σωστή. Το ερώτημα, όμως, εδώ δεν είναι ποιο άτομο θα κερδίσει τις εκλογές, αλλά το ποια ιδέα θα κυριαρχεί στην δεκαετία μετά την ύφεση. Σε καιρούς ελλείψεων, όταν πληθυσμιακές ομάδες πρέπει να ζουν με όλο και λιγότερα, ο Τραμπισμός μπορεί να επανεμφανιστεί ακόμα και πολύ αργότερα.
Η πρόκληση που θα έχει να αντιμετωπίσει, θα είναι να αποποιηθεί των ευθυνών της. Το 2016, η λαϊκιστική δεξιά απαρτίζονταν από άσπιλους outsiders. Στην επόμενη ύφεση, θα έχουν ήδη κυβερνήσει για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Μέσω των δασμών που επέβαλλε, η κυβέρνηση Τραμπ θα έχει συμβάλλει στην κάμψη. Ο λαϊκισμός βρίσκεται πάντα στο στοιχείο του όταν είναι στην αντιπολίτευση, πιέζοντας την ελίτ να κάνει υποχωρήσεις χωρίς να επωμίζεται η φήμη της τη φθορά του υψηλόβαθμου αξιώματος. Το χειρότερο που μπορεί να υποστεί, μπορεί τελικά να είναι η εξουσία.
Όλα αυτά θα πρέπει να ενθαρρύνουν το κέντρο. Μια ύφεση -η άμβλυνση της οποίας είναι μια τεχνοκρατική τέχνη- μπορεί να κάνει τους ψηφοφόρους να είναι χαρούμενοι με μια τάξη αδιάφορων ειδημόνων. Ορισμένα στοιχεία της εποχής του boom, περιλαμβανομένου του ελεύθερου εμπορίου, έχουν γίνει δημοφιλέστερα –όχι λιγότερο δημοφιλή- στα χρόνια του Τραμπ. Το κέντρο απαντά επίσης στηνλανθάνουσα επιθυμία για μια ήσυχη ζωή.
«Αν με εκλέξετε για πρόεδρο», είπε ο μετριοπαθής γερουσιαστής των Δημοκρατικών του Κολοράντο στις προκριματικές εκλογές, Μάικλ Μπένετ, «σας υπόσχομαι πως δεν θα χρειάζεται να με σκέφτεστε για δυο βδομάδες κάθε φορά». Αυτή είναι η διάθεση εκατομμυρίων: εξάντληση και όχι δίψα για μια ίση και αντίθετη αντίδραση στον κ. Τραμπ.
Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει κάτι ευφάνταστο σε μια ριζική επαναφορά των τάξεων της Μπίλντερμπεργκ, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μετά την κατάρρευσή τους. Ο κ. Μπάιντεν εμφανίζεται ως ένας βιώσιμος νικητής το 2020, αλλά και ως κάποιος που θα ακολουθήσει την πεπατημένη: μια σύντομη «ανάσα» ενόσω οι Αμερικάνοι θα αποφασίζουν ποιος είναι ο μελλοντικός δρόμος.
Μια διαδικασία εξάλειψης φαίνεται πως αφήνει τη λαϊκιστική αριστερά ως τον νικητή της επόμενης ύφεσης. Όμως έχει και άλλα πράγματα που λειτουργούν υπέρ της. Οι δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν πως όλο και λιγότεροι Αμερικάνοι βλέπουν τις αγορές ως κάποιου είδους Αποκαλυφθείσας Αλήθειας, όπου έχουν θέσει και οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Οι περισσότεροι πλέον αναγνωρίζουν πως είναι θέμα τύχης και διαρθρωτικών παραγόντων τους οποίους δεν ελέγχουν.
Η επιχορηγούμενη από το κράτος υγειονομική περίθαλψη με έναν μόνο πληρωτή είναι δημοφιλής, όπως επίσης και ο φόρος στους πλούσιους. Έπειτα υπάρχει η Διάθεση Πολιτικής, ένας σύνθετος δείκτης της λαϊκής αντίδρασης σε διάφορα ζητήματα. Η μέτρηση για το 2018 ήταν η πιο «φιλελεύθερη» (με την έννοια των ΗΠΑ) που έχει καταγραφεί ποτέ. Η υψηλότερη προηγούμενη μέτρηση ήταν το 1961, που προμήνυε την “Great Society” του Λίντον Τζόνσον. (σ.σ.: ήταν το πρόγραμμα κοινωνικής αλληλεγγύης που εισηγήθηκε ο Τζόνσον το 1964 και περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, παρεμβάσεις κατά της φτώχειας και των φυλετικών διακρίσεων).
Και αυτό, θυμηθείτε, είναι πριν την έλευση της ύφεσης, που είναι πιθανό να επιδεινώσει την ανισότητα σε μια χώρα που βρίσκεται ήδη πιο κοντά στη Χιλή παρά στη Γερμανία στον συντελεστή Gini. Οι Δημοκράτες της Wall Street που μισούν την κα Γουόρεν μπορεί να αναρωτιούνται αν η επιλογή είναι μεταξύ της ελεγχόμενης αναδιανομής της τώρα, ή μιας μεγαλύτερης κρίσεως με τον λαό αργότερα.
Η μετριοπάθεια μέχρις βαρεμάρας εξακολουθεί να είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να κερδίσουν του χρόνου οι Δημοκρατικοί. Όμως αν το ερώτημα είναι ποιες ανθεκτικότερες δυνάμεις θα απελευθερωθούν από μια ύφεση, είναι δύσκολο να δούμε πέραν της αριστεράς. Όχι μόνο έχει με το μέρος της υπάρχουσες τάσεις της κοινής γνώμης, αλλά έχει και σχετικά καθαρό «κούτελο». Δεν βρίσκονταν στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια κάποιας ύφεσης. Και τίποτα από αυτά δεν συνυπολογίζει την οργανωτική ένταση των ανθρώπων που αισθάνονται εξαπατημένοι από αυτό που θα έπρεπε να είναι η «δική τους» εποχή μετά το 2008.
Ακριβώς επειδή η αριστερά δεν κατάφερε να κερδίσει στην τελευταία κρίση, είναι απίθανο να ξαναχάσει.