Απογείωση της ελληνικής οικονομίας από το πρώτο κιόλας 3μηνο του 2020, στοχεύει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Στοιχείο το οποίο θα φέρει πιο κοντά την επενδυτική βαθμίδα, εντός της επόμενης χρονιάς και ταυτόχρονα εγγύτερα τον στόχο μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% που είναι η υποχρέωση της χώρας μέχρι το 2022 στο 2,5%. Με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Θ. Σκυλακάκη να διατηρεί το κρίσιμο μέτωπο των δαπανών, αλλά και των προς διάθεση κονδυλίων του προϋπολογισμού που κατατίθεται στην Βουλή την Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, πηγές στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, αν και φειδωλές σε δηλώσεις, δεν κρύβουν την αισιοδοξία τους για γρήγορη ανάταξη της Ελληνικής οικονομίας.
Ανάταξη, η οποία θα έρθει από τις επενδύσεις και μόνο.
Ακόμα και τα έσοδα από τα ANFAS, δηλαδή τα κέρδη που αποκόμισαν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα, 600 εκατ. ευρώ για το 2019 και 600 εκατ. ευρώ για το 2020, τελούν υπό διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, δηλαδή να εγγραφούν στην πρόβλεψη του προϋπολογισμού για τις επενδύσεις ή τέλος πάντων να δεσμευτεί η κυβέρνηση έναντι των θεσμών ότι θα πάνε για επενδυτικούς σκοπούς. Ούτε καν στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αν και παραμένει ανοιχτή η συζήτηση. Δηλαδή, με την διάθεση αυτού το ποσού σε διάφορες δράσεις και με την σχετική μόχλευση, ουσιαστικά η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα είναι αυτή που για πρώτη φορά μετά από τρία μνημόνια, θα είναι αυτή που θα δώσει τον τόνο των επενδύσεων.
Αυτό και μόνο, εφόσον επιτευχθεί αποτελεί 0,5% αύξηση του ΑΕΠ, συν τα προσδοκώμενα πολλαπλασιαστικά οφέλη στο μέλλον από την ωρίμανση κάποιων επενδυτικών ενεργειών.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση είναι η αγορά ακινήτων. Και όταν λέμε αγορά ακινήτων, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, εννοούμε από την αγορά του ακινήτου μέχρι την κατασκευή, την ανακαίνιση, την μεταβίβαση, την ενοικίαση, ο,τιδήποτε δαπανάται, επενδύεται ή δίνει εισόδημα από τα ακίνητα. Μόνο ο κατασκευαστικός κλάδος από 1998 έως το 2011 συνεισέφερε στο ΑΕΠ ετησίως 10 δις. ευρώ. Και το 2018 μόλις… 1,3 δις. ευρώ! «Με τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην αγορά (σ.σ. ακινήτων), απαλλαγή ΦΠΑ για τρία χρόνια, την μείωση του ΕΝΦΙΑ κ.λπ., μπορεί να συνεισφέρει τουλάχιστον κατά μία μονάδα στην αύξηση του ΑΕΠ».
Δηλαδή, όπως τονίστηκε επί λέξει στο mononews.gr, « αν έχουμε 30 χιλιάδες ανακαινίσεις και 30 χιλιάδες αγορές ακινήτων, αυτό δίνει μία μονάδα τουλάχιστον αύξηση του ΑΕΠ».
Να θυμίσουμε ότι κατά την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού στην Βουλή τον περασμένο Οκτώβριο η εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου ήταν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας για την επόμενη χρονιά, συντηρητικά τοποθετείται στο 2,8%, ενώ τόσο η Κομισιόν, όσο και οι ξένοι οίκοι έχουν αρχίσει να αναπροσαρμόζουν τις εκτιμήσεις τους προς τα πάνω. Εξέλιξη, η οποία έχει φέρει την μείωση του βασικού επιτοκίου του 10ετούς ελληνικού ομολόγου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, παρά την άνοδό του τις τελευταίες μέρες περί το 1,4%.