* Στο βασικό σενάριο, οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες διατηρούνται μέτριες, γύρω στο 10% του ΑΕΠ ως το 2032. Στη συνέχεια, αρχίζουν να αυξάνουν ελαφρά αλλά προβλέπεται να διατηρηθούν γύρω στο 14% του ΑΕΠ ως τα τέλη της περιόδου που εξετάζεται.
* Στο θετικό σενάριο, το χρέος διατηρείται «υψηλά βιώσιμο», με μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες γύρω στο 10% του ΑΕΠ το 2060.
* Στο αρνητικό σενάριο, οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες φτάνουν το 20% του ΑΕΠ το 2042 και συνεχίζουν ανοδικά.
Η Κομισιόν προχώρησε σε αναθεώρηση της προηγούμενης ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους με βασικές παραδοχές ότι η χώρα πιάνει τους συμφωνηθέντες στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και ότι θα εφαρμοστούν όλα τα μέτρα ελάφρυνσης που είχε αποφασίσει το Eurogroup. Επιπρόσθετα υπολογίζει ότι τα έσοδα από τα κέρδη για τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs) θα χρησιμοποιηθούν μόνο για την εξυπηρέτηση χρέους.
Επισημαίνει ότι έναντι της προηγούμενης έκθεσης, τα επιτόκια δανεισμού της χώρας υποχώρησαν σημαντικά αλλά εκτιμά ότι υπάρχει «αξιοσημείωτη αβεβαιότητα» για το κατά πόσο θα συνεχιστεί αυτό το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και κατά πόσο αυτό μπορεί να έχει αντανάκλαση στη μελέτη με διαρκή τρόπο. Προκειμένου να υπολογίσει τον αντίκτυπο ενός τέτοιου σεναρίου και μιας παρατεταμένης περιόδου χαμηλών επιτοκίων, υπολόγισε το θετικό σενάριο που προαναφέρθηκε.
Να σημειωθεί ότι στο πτωτικό σενάριο υπολογίζεται ο αντίκτυπος από αρνητικές εξελίξεις σε μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη.
«Μαξιλάρι»
Η Ελλάδα κατάφερε να βγει στις αγορές και να δανειστεί με ελκυστικό επιτόκιο, σημειώνει η Κομισιόν, επισημαίνοντας ότι δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιηθεί το «μαξιλάρι» ρευστότητας, το οποίο στα τέλη Σεπτεμβρίου ήταν περί τα 20,3 δισ. ευρώ και καλύπτει τις ανάγκες της χώρας για περίπου δύο χρόνια.
Η πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανείων του ΔΝΤ που αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του μήνα χαρακτηρίζεται «καλοδεχούμενη» και θα χρηματοδοτηθεί από χρήματα που αντλήθηκαν από τις αγορές. Όπως επισημαίνεται, θα έχει «θετικό αλλά περιορισμένο» αντίκτυπο στην ανάλυση της βιωσιμότητας χρέους καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ποσού θα αποπληρωνόταν ούτως ή άλλως στα τέλη του 2020. Η εξοικονόμηση στις δαπάνες υπολογίζεται στα 70 εκατ. ευρώ.