Στην αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε "BB” από "BB-”, με σταθερές προοπτικές, προχώρησε η Fitch, ανοίγοντας τον "χορό” των αξιολογήσεων για το 2020, λίγα 24ωρα πριν την έλευση των στελεχών της στην Αθήνα, για την παρουσίαση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών.
Έτσι, πλέον, η Ελλάδα βρίσκεται μόλις δύο "σκαλοπάτια" μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.
Οι αναλυτές έχουν εκτιμήσει πως η Ελλάδα θα δεχτεί αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις από τους οίκους φέτος, και η αγορά ανέμενε ευρέως αναβάθμιση των προοπτικών της από την Fitch, ωστόσο η αναβάθμιση του rating αποτελεί σίγουρα ένα ακόμα πιο "καλό νέο" για τα ελληνικά assets αλλά και για την πορεία τους προς την επενδυτική βαθμίδα.
Όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η βιωσιμότητα του χρέους της γενικής κυβέρνησης συνεχίζει να βελτιώνεται, υποστηριζόμενο από το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, τη συνεχιζόμενη βελτίωση του ΑΕΠ καθώς και τη συνεχιζόμενη υπεραπόδοση στο δημοσιονομικό μέτωπο έναντι των στόχων.
Προσθέτει επίσης ότι οι θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία αντανακλούν τις βελτιούμενες προσδοκίες για πολιτική σταθερότητα και εφαρμογή των απαραίτητων πολιτικών μετά τις εκλογές του Ιουλίου, καθώς και την αυξανόμενη πεποίθηση ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσει να υποχωρεί με σταθερό ρυθμό.
Η Fitch σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προχώρησε με ταχείς ρυθμούς στη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις και ξεκίνησε να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ποιότητας ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Καταβάλλει επίσης προσπάθειες για να δώσει νέα ώθηση στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Ο οίκος επισημαίνει ότι οι εξελίξεις αυτές στηρίζουν τις μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας και ενισχύουν την πεποίθηση, ότι η σχέση της με τους Ευρωπαίους πιστωτές της θα παραμείνει εποικοδομητική.
Όπως τονίζει η Fitch, επί του παρόντος, η εκτίμησή της, για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, παραμένει αμετάβλητη, στο 1,2%, αλλά προσθέτει ότι η απτή πρόοδος που επιτυγχάνεται επί της πολιτικής ατζέντας της κυβέρνησης (με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την προσέλκυση επενδύσεων) θα μπορούσε να στηρίξει μεσοπρόθεσμα τη βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξης.
Ο οίκος σημειώνει επίσης ότι έχει πλέον μεγαλύτερη εμπιστοσύνη πως η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης θα παραμείνει συνετή. Αναμένει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης θα φτάσει το 4% του ΑΕΠ το 2019, ξεπερνώντας τον στόχο του 3,5%. Αυτό, όπως τονίζει, είναι το τέταρτο διαδοχικό έτος κατά το οποίο η Ελλάδα υπερβαίνει τους στόχους που έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους πιστωτές της.
Εκτιμά, επίσης, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα μειωθεί στο 3,5% και στο 2,5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021 αντίστοιχα. Σημειώνει, ωστόσο, ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να επαναδιαπραγματευτεί τους δημοσιονομικούς στόχους από το 2021 και μετά, στο πλαίσιο της διαδικασίας που έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς ότι θα λαμβάνεται υπόψη η δημοσιονομική και οικονομική μεγέθυνση καθώς και η πορεία εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Τονίζει μάλιστα ότι μια μείωση του στόχου κατά 1% του ΑΕΠ θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό κίνητρο για την οικονομία.
Το χρέος
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται σταθερά από το ανώτατο όριο του 181,2% του ΑΕΠ το 2018 στο 161% έως το 2021. Όπως σημειώνει ο οίκος, παρότι το δημόσιο χρέος θα παραμείνει υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο, υπάρχουν παράγοντες που μετριάζουν τις επιπτώσεις στη βιωσιμότητά του. Το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους καταδεικνύει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του είναι μικρό, με το 94% του χρέους της γενικής κυβέρνησης να έχει σταθερό επιτόκιο, γεγονός που το καθιστά σε μικρό βαθμό ευαίσθητο στις επιτοκιακές διακυμάνσεις, ενώ η μέση διάρκεια ωρίμανσης (στα 21 χρόνια) είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών που καλύπτει η Fitch. Ο λόγος πληρωμών τόκων προς έσοδα στο 6,2% είναι αρκετά χαμηλότερος από αυτούς των χωρών με αξιολόγηση "BB” και "BBB (7,8% και 7,1% αντίστοιχα).
Ο οίκος σημειώνει ότι το ονομαστικό πραγματικό επιτόκιο του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης. Επιπλέον, η Ελλάδα εδραίωσε περαιτέρω την παρουσία της στις αγορές κεφαλαίων το 2019 και αυτό ενισχύει την ευελιξία της στη χρηματοδότηση του χρέους.
Ρυθμός ανάπτυξης και τράπεζες
Σύμφωνα με τη Fitch, η ανάκαμψη της ελληνική οικονομίας ενισχύθηκε το 2019, με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να ενισχύεται κατά 2,2% παρά το αδύναμο εξωτερικό περιβάλλον, ενώ ο κλάδος των εξαγωγών αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανθεκτικός. Επίσης, οι δείκτες καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης βρίσκονται σε πολυετή υψηλά, ενώ τα capital controls ήρθησαν πλήρως τον Σεπτέμβριο του 2019.
Η Fitch αναμένει ανάπτυξη 2,5% το 2020 και το 2021, ενώ σημειώνει ότι η εγχώρια ζήτηση αναμένεται να στηριχθεί από την αύξηση των επενδύσεων, τη μείωση της ανεργίας, την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων και τη σταδιακή μείωση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Μεσοπρόθεσμα, σημειώνει ότι η εικόνα του ΑΕΠ εξαρτάται από την ανάκαμψη των επενδύσεων, οι οποίες παραμένουν 62% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2008 και βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (σε σχέση με το ΑΕΠ). Η τάση παραμένει αδύναμη, καθώς ο σχηματισμός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε μόλις κατά 2% σε ετήσια βάση το τρίτο τρίμηνο του 2019, με την Κομισιόν να εκτιμά ότι η μεσοπρόθεσμη δυνητική αύξησή του θα κυμανθεί στο 0,6-2% ενώ το ΔΝΤ κατά 0,9%. Η Fitch στο μοντέλο της για τη δυναμική του χρέους, "βλέπει” μια επιβράδυνση σταδιακά του ΑΕΠ στο 1,2% ως το 2027.
Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, ο οίκος σημειώνει ότι η ποιότητα ενεργητικού του κλάδου συνεχίζει να βελτιώνεται. Οι ελληνικές τράπεζες μειώνουν το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, αν και σε συνολική βάση τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούσαν να αντιπροσωπεύουν το πολύ υψηλό ποσοστό του 42,1% των συνολικών δανείων στα τέλη Σεπτεμβρίου 2019. Η Fitch αναμένει από τις τράπεζες να επιταχύνουν τον ρυθμό μείωσης το 2020, χρησιμοποιώντας το πρόσφατα εγκριθέν σχέδιο προστασίας περιουσιακών στοιχείων "Ηρακλής", το οποίο παρέχει κρατική εγγύηση ύψους έως και 12 δισ. ευρώ για ομολογίες υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Ωστόσο, τα προγράμματα εξυγίανσης περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, τα οποία αποσκοπούν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε διάστημα 2-4 ετών σε μονοψήφια ποσοστά, παραμένουν ευαίσθητα στο περιβάλλον της Ελλάδας και στην όρεξη των επενδυτών για περιουσιακά στοιχεία που αντιμετωπίζουν προβλήματα, καθώς και στην αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου.