Mέρος της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ που αφορά την ανάκτηση της «εγγύησης 2008» ύψους 30 εκατ. ευρώ, αναίρεσε με απόφασή του το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ). Με την ίδια απόφαση ωστόσο, απέρριψε για όλα τα λοιπά θέματα την αναίρεση, που είχε ασκήσει της ΛΑΡΚΟ και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.
Αναλυτικότερα, η ανακοίνωση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου για το θέμα αναφέρει τα εξής :«Η επιχείρηση ΛΑΡΚΟ Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ ιδρύθηκε το 1989, ως νέα επιχειρηματική οντότητα, κατόπιν της εκκαθάρισης της Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής ΑΕ. Eξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, στην εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του. Το 55,2 % των μετοχών της ΛΑΡΚΟ ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης Περιουσιακών Στοιχείων της Ελληνικής Δημοκρατίας, το 33,4 % στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, και το 11,4 % στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ.
Το Μάρτιο του 2013, η Επιτροπή κίνησε σε βάθος έρευνα για ορισμένα μέτρα στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το Ελληνικό Δημόσιο την περίοδο 2008-2011, όπως αύξηση κεφαλαίου και μια σειρά κρατικών εγγυήσεων.Τα μέτρα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή για προηγούμενη έγκριση, όπως απαιτούσαν οι κανόνες της ΕΕ (βλ. Δελτίο Τύπου της Επιτροπής IP/13/195). Mε την απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης του Ελληνικού Δημοσίου προς τη ΛΑΡΚΟ προσέδωσαν στην επιχείρηση αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, κατά παράβαση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Η ΛΑΡΚΟ έπρεπε να επιστρέψει το ποσό συνολικού ύψους 136 εκατ. ευρώ εντόκως, ώστε να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν από την ασύμβατη ενίσχυση. (βλ. Δελτίο Τύπου της Επιτροπής ΙΡ/14/328).
Κατά την Επιτροπή, η ΛΑΡΚΟ αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες τουλάχιστον από το 2008. Τέτοια προβληματική επιχείρηση μπορεί να λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο είτε σχεδίου αναδιάρθρωσης για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της είτε σχεδίου εξυγίανσης για την εύρυθμη εκκαθάρισή της. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν υπέβαλε ποτέ σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εξυγίανσης της ΛΑΡΚΟ. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή τα μέτρα ενίσχυσης δεν μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει των κανόνων της ΕΕ [1].
Στη συνέχεια, η ΛΑΡΚΟ άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΔΕΕ ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής. Η προσφυγή της, όμως, απορρίφθηκε με την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, στην υπόθεση Τ-423/14, ΛΑΡΚΟ κατά Επιτροπής.
Ως εκ τούτου, στην παρούσα υπόθεση η ΛΑΡΚΟ ζητεί την αναίρεση της απόφασης του ΓΔΕΕ και να αναπεμφθεί η υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση ενώπιον του τελευταίου.
Η ΛΑΡΚΟ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του οικονομικού πλεονεκτήματος, ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση τόσο του συμβατού του μέτρου «εγγυήσεις 2011» [2] με την εσωτερική αγορά όσο του υπολογισμού του ύψους των προς ανάκτηση ενισχύσεων για τα μέτρα «εγγύηση 2008» [3], «εγγύηση 2010» [4] και «εγγυήσεις 2011». Και για τους τέσσερις λόγους πρόβαλε έλλειψη αιτιολόγησης της εν λόγω απόφασης του ΓΔΕΕ.
Με τη σημερινή του απόφαση το ΔΕΕ επισημαίνει, καταρχάς, ότι το ΓΔΕΕ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκιο κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή ούτε παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης . Εκτίμησε ορθά ότι η ΛΑΡΚΟ δε παρουσίασε κανένα στοιχείο προγενέστερο της «αύξησης κεφαλαίου του 2009» [5] που να αποδεικνύει ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε πράγματι ως σκοπό την απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της εν λόγω επιχείρησης προκειμένου να δρομολογήσει την ιδιωτικοποίησή της και να καταστήσει ευχερέστερη την πώλησή της υπό ευνοϊκότερες συνθήκες. Η στενή χρονική αλληλουχία των μεταγενέστερων ενεργειών των ελληνικών αρχών δεν αρκεί.
Αντιθέτως, το ΔΕΕ διαπιστώνει ότι, ως προς «την εγγύηση 2008», το ΓΔΕΕ προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του οικονομικού πλεονεκτήματος, κρίνοντας ότι η ΛΑΡΚΟ ήταν προβληματική επιχείρηση, κατά τον χρόνο χορήγησης του μέτρου, καθώς βασίστηκε για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης σε στοιχεία μεταγενέστερα της χορήγησης της εγγύησης, ενώ δεν αποδείχτηκε «με βεβαιότητα» ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν αυτή την προβληματική κατάσταση κατά το εν λόγω χρονικό σημείο. Ωστόσο, αναφορικά με την «εγγύηση του 2010» το ΔΕΕ τονίζει ότι το ΓΔΕΕ αιτιολόγησε επαρκώς και δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμώντας και ότι το μέτρο αυτό παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα για τη ΛΑΡΚΟ, καθώς η ΕΤΕ δεν θα χορηγούσε εγγυητική επιστολή ελλείψει εγγύησης του Δημοσίου.
Ως προς το αν υπάρχει πλάνη περί το δίκαιο και έλλειψη αιτιολογίας εκ μέρους του ΓΔΕΕ για το συμβατό του μέτρου «εγγυήσεις 2011» με την εσωτερική αγορά, το ΔΕΕ δίνει αρνητική απάντηση. Το ΓΔΕΕ ορθά εκτίμησε ότι το εν λόγω μέτρο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση διάσωσης συμβατή με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει παραβίαση του προσωρινού πλαισίου του 2011 [6] ούτε των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, καθώς οι ελληνικές αρχές δεν κοινοποίησαν σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης.
Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ΓΔΕΕ δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα όσον αφορά τα μέτρα «εγγύηση 2008», «εγγύηση 2010» και «εγγυήσεις 2011» για την ποσοτικοποίηση του προς ανάκτηση ποσού της ενίσχυσης και αιτιολόγησε επαρκώς τη συνδρομή «εξαιρετικής περίπτωσης» που συνεπαγόταν αδυναμία της ΛΑΡΚΟ να εξοφλήσει με ίδια μέσα το συνολικό ποσό που είχε δανεισθεί.
Συμπερασματικά, το ΔΕΕ αναιρεί το μέρος της απόφασης του ΓΔΕΕ που αφορά την «εγγύηση 2008» εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στη ΛΑΡΚΟ.
Κατά τα λοιπά, απορρίπτει την αναίρεση της ΛΑΡΚΟ, αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάσσεται για τα δικαστικά έξοδα.