Το πρόγραμμα εκπόνησης των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΤΠΣ) ανακοίνωσαν σήμερα ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Δημήτρης Οικονόμου και ο γενικός γραμματέας Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος, Ευθύμης Μπακογιάννης.
Κατά την παρουσίαση του εν λόγω προγράμματος ο κ. Οικονόμου σημείωσε τα παρακάτω:
«Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προχωρά άμεσα στην εφαρμογή Προγράμματος Εκπόνησης Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΤΠΣ) υλοποιώντας τη δέσμευσή του για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού στη χώρα.
Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια αποτελούν το κύριο εργαλείο σχεδιασμού στην Ελλάδα με το οποίο καθορίζονται χρήσεις γης, όροι δόμησης, και περιοχές προς πολεοδόμηση (επεκτάσεις σχεδίων ή νέες αναπτύξεις). Επιπλέον, τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια περιλαμβάνουν και άλλες συνιστώσες, όπως η χωροθέτηση μεγάλων επενδύσεων, η οριοθέτηση οικισμών χωρίς όρια και ο χαρακτηρισμός των τοπικών δρόμων (και στα δύο αυτά πεδία, υπάρχουν σήμερα πολύ σοβαρές εκκρεμότητες, μετά από αποφάσεις του ΣτΕ που ακυρώνουν παλαιότερα σχέδια ή μη νόμιμα χαρακτηρισμένους δρόμους), το τοπικό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και το τοπικό σχέδιο διαχείρισης καταστροφών και κινδύνων. Τα ΤΠΣ συνοδεύονται από στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, γεωλογική μελέτη και μελέτη οριοθέτησης υδατορεμάτων και εγκρίνονται με προεδρικό διάταγμα, έχουν δηλαδή ενισχυμένο θεσμικό κύρος.
Όπου δεν υπάρχουν, ή είναι παρωχημένα, τέτοια ή αντίστοιχα σχέδια, καθυστερούν οι επενδύσεις, παρεμποδίζονται οι αναγκαίες επεκτάσεις των πόλεων και οικισμών, δυσχεραίνεται η νόμιμη οικοδομική δραστηριότητα (και υποθάλπεται η αυθαίρετη δόμηση), και εξαπλώνονται άναρχα οι διάφορες δραστηριότητες στο χώρο μέσω της εκτός σχεδίου δόμησης, χωρίς σχεδιασμό. Με δεδομένο αυτό το σημείο, έχει προφανή σημασία το γεγονός ότι, σήμερα, μετά από 45 χρόνια προσπαθειών (!), μόνο στο 20% των δημοτικών ενοτήτων της χώρας έχουν εγκριθεί σχέδια τέτοιου τύπου — μακράν το μικρότερο ποσοστό σε όλη την ΕΕ — και περίπου τα μισά από αυτά είναι παρωχημένα και χρήζουν επικαιροποίησης. Συνεπώς, με το Πρόγραμμα των ΤΠΣ, ουσιαστικά, πρέπει να καλυφθούν 9 στις 10 δημοτικές ενότητες με νέο ή επικαιροποιημένο σχέδιο. Στόχος του Προγράμματος είναι σε λιγότερο από 8 χρόνια να έχει καλυφθεί με ΤΠΣ και χρήσεις γης το 100% της χώρας.
Η υλοποίησή του προγράμματος θα είναι σταδιακή και θα προωθηθεί κατά φάσεις, καθεμία από τις οποίες θα περιλαμβάνει περίπου 200 μελέτες, έως ότου καλυφθούν όλες οι Δημοτικές Ενότητες της χώρας. Οι διαγωνισμοί για τις μελέτες της πρώτης φάσης αναμένεται να προκηρυχθούν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο και θα καλύπτουν περίπου το 18% της χώρας. Περίπου οι μισές μελέτες θα αφορούν νέα σχέδια (δημοτικές ενότητες που σήμερα στερούνται ΤΠΣ ή ανάλογου σχεδίου) και οι υπόλοιπες θα είναι αναθεωρήσεις υπαρχόντων, παρωχημένων σχεδίων (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ κλπ.). Συνεπώς, με την έγκριση των μελετών αυτών, σε χρόνο που εκτιμάται σε 2,5 χρόνια από την ανάθεσή τους, η κάλυψη της χώρας με πολεοδομικές χρήσεις γης θα φθάσει περίπου το 30% (το 10% του μεγέθους αυτού θα προκύψει από τις νέες μελέτες, το 8% από την αναθεώρηση υφιστάμενων παρωχημένων σχεδίων, και το 12% από διατηρούμενα προς το παρόν υφιστάμενα σχέδια).
Η πρώτη φάση αποτελεί μόνο την αρχή στο όλο εγχείρημα, αφού ανά 6μηνο θα υπάρχουν αντίστοιχες προκηρύξεις, ούτως ώστε σε λίγα χρόνια να ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός σε όλους τους δήμους. Σκοπός του προγράμματος είναι, μέσα σε μια 6ετία, να αποκτήσουν επίκαιρο τοπικό πολεοδομικό σχέδιο όλοι οι δήμοι και οι δημοτικές ενότητες της Ελλάδας, κάτι που αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της πορείας της χώρας στην κατεύθυνση της πράσινης και ταχύρρυθμης ανάπτυξης.
Το πρώτο βήμα της εκκίνησης του προγράμματος γίνεται με πρόσκληση που θα αποσταλεί προς όλους τους δήμους της χώρας για να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για τη συμμετοχή τους και να προσδιορίσουν τη σειρά προτεραιότητας των Δημοτικών τους Ενοτήτων, έως τις 10 Ιουλίου 2020. Η επιλογή της σειράς με την οποία θα αρχίζουν να εκπονούνται ΤΠΣ στις δημοτικές ενότητες θα βασιστεί στις προτάσεις των δήμων, σε συνδυασμό με μια σειρά κριτηρίων που έχει θέσει το ΥΠΕΝ, των εξής:
· αναπτυξιακές πιέσεις, είτε με την έννοια της ύπαρξης έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος είτε με αυτήν της ύπαρξης σημαντικών αναξιοποίητων ακόμα αναπτυξιακών πόρων, σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους.
· περιβαλλοντικά προβλήματα, ιδίως συνδεόμενα με το αστικό περιβάλλον (δεδομένου ότι ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα κάλυψης των περιοχών που υπάγονται στο δίκτυο Natura 2000 με άλλες μελέτες, οι οποίες θα ενσωματωθούν στα ΤΠΣ). Τέτοια προβλήματα είναι, π.χ. το πολύ μικρό ποσοστό ελεύθερων χώρων, οι αστικές θερμικές νησίδες, η τρωτότητα στην κλιματική αλλαγή (άνοδος στάθμης θάλασσας κλπ.) και σε άλλους κινδύνους.
· κοινωνικά προβλήματα γεωγραφικά εστιασμένα, όπως π.χ. η συγκέντρωση ευάλωτων (άτομα με αναπηρίες, εξαρτημένα άτομα…) και ειδικών (πχ. άνεργοι, κάτοικοι απομακρυσμένων ορεινών και νησιωτικών περιοχών, άτομα με γλωσσικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, μετανάστες…).
· ωριμότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού πρώτου επιπέδου (δηλ. ύπαρξη σχεδίων ανάλογων με τα ΤΠΣ, ο βαθμός της επικαιρότητάς τους, καθώς και η ύπαρξη μελετών σε εξέλιξη για τέτοια σχέδια).
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως προαναφέρθηκε, μέσα στη δεκαετία θα καλυφθεί το σύνολο των δήμων και των περίπου 1.140 δημοτικών ενοτήτων τους, και συνεπώς η «προτεραιοποίηση» των δημοτικών ενοτήτων έχει μόνο βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα.
Το Πρόγραμμα θα συγχρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Παρακαταθηκών & Δανείων και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), χωρίς να αποκλείονται και άλλες πηγές. Με τα σημερινά δεδομένα το πρόγραμμα θα κοστίσει συνολικά περίπου 200 εκατ. ευρώ. Η όποια επιβάρυνση αφορά αποκλειστικά το ΥΠΕΝ (οι δήμοι δεν θα κληθούν να διαθέσουν ίδιους πόρους). Το μέγεθος του Προγράμματος (κατά πολύ το μεγαλύτερο πρόγραμμα πολεοδομικού σχεδιασμού που έχει προωθηθεί ποτέ στην Ελλάδα) καθιστά απολύτως αναγκαία μια συνολική διαχείριση με τη χρήση ενός κεντρικού μηχανισμού στο ΥΠΕΝ, αλλά προφανώς οι δήμοι θα συμμετάσχουν ενεργά στην καθοδήγηση και παρακολούθησης των μελετών, ενώ γενικότερα οι ενδιαφερόμενοι φορείς και ομάδες θα μπορούν να ενημερώνονται, και να παρεμβαίνουν, μέσω των διαδικασιών διαβούλευσης».
Από την πλευρά του ο γενικός γραμματέας Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος, Ευθύμης Μπακογιάννης, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Με το πρόγραμμα αυτό ξεκινάει και μια συζήτηση στη χώρα. Αυτή η συζήτηση θα γίνει σε κάθε δήμο. Το ενδιαφέρον είναι κυρίως για όλους τους δήμους και πρέπει να είναι προτεραιότητα για τους δήμους με τα τόσα προβλήματα που έχουν. Όμως θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό γιατί έρχεται να συζητήσει σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή τι πόλεις θέλουμε. Άρα στις τοπικές κοινωνίες, με αφορμή και το Τοπικό Πολεοδομικό Σχέδιο, θα πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση για το ποια θα είναι αυτή η πόλη του μέλλοντος που θα μας οδηγήσει το 2050 στις αρχές που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την κλιματική ουδετερότητα, για το Green Deal, για τις βιώσιμες μεταφορές, για πόλεις οι οποίες έχουν μικρό ενεργειακό αποτύπωμα, είναι οικονομικά βιώσιμες. Όλα αυτά λοιπόν τα ζητήματα, τα οποία καθόλου φιλοσοφικά δεν είναι, αλλά επιστημονικά έχουν απασχολήσει την ελληνική κοινότητα, είναι ζητήματα τα οποία θα κληθούν οι τοπικές κοινωνίες να τα συζητήσουν.
Επίσης, πολύ σημαντικός, εκτός από τα μελετητικά γραφεία και το δυναμικό αυτών, είναι ο ρόλος των φορέων, που καθορίζει σε κάθε τοπική κοινωνία ποιο θα είναι το μέλλον της πόλης. Και μιλάω για τους Εμπορικούς Συλλόγους, τους φορείς της πόλης, τα Πανεπιστήμια, όλους αυτούς δηλαδή που εμπλέκονται στο σχεδιασμό.
Αυτές οι μελέτες δεν είναι αμιγώς μελέτες μηχανικών. Συγκεντρώνουν μία διεπιστημονικότητα γιατί η πολεοδομία είναι μία ανθρωποκεντρική επιστήμη, άρα σχεδιάζει με γνώμονα τον άνθρωπο και επομένως ο συνδυασμός των ειδικοτήτων που θα απαιτηθούν εκτός από τον κορμό των τριών βασικών μελετητών που είπε ο υφυπουργός, είναι ότι θα χρειαστούν μια σειρά από ειδικότητες που θα στελεχώσουν τα μελετητικά γραφεία προκειμένου να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερα το σχέδιο.
Το επόμενο σημείο που θα ήθελα να πω είναι ότι θα τεθούν διάφορα θέματα και επιστημονικά στις πόλεις που ακόμα δεν έχουν λυθεί και σε επίπεδο της πόλης που θα θέλαμε στο μέλλον να έχουμε. Δηλαδή μιλάμε μέχρι σήμερα για την συμπαγή πόλη. Ήρθε ο κορωνοϊός και είδαμε τελικά ότι η συμπαγής πόλη έχει διάφορα ζητήματα με τις συγκεντρώσεις, με τις συναθροίσεις. Θέλουμε τη συμπαγή πόλη; Θέλουμε την διάχυτη πόλη; Είναι ζητήματα τα οποία κι εμείς εδώ ως υπουργείο θα δώσουμε κάποιες βασικές κατευθύνσεις με τα σταθερότυπα που θα βγάλουμε προκειμένου να γίνει ενιαίος ο σχεδιασμός για όλη την Ελλάδα. Ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ζώνες οικιστικού ελέγχου είναι πάρα πολύ σημαντικά όπως και για τις ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες που θα τεθούν στο τραπέζι.
Άφησα για το τέλος την δεσμευτικότητά που έχει το ειδικό πολεοδομικό σχέδιο που είναι προεδρικό διάταγμα. Άρα έρχεται ως ομπρέλα να αγκαλιάσει όλο το σχεδιασμό της πόλης και όλες τις από κάτω μελέτες που γίνονται είτε σε επίπεδο κυκλοφοριακού σχεδιασμού (βλ. τα ΣΒΑΚ) όμως το ΤΠΣ καθορίζει ιεράρχηση, άρα Δεν μπορεί οποιαδήποτε παρέμβαση στην πόλη να μην ακολουθήσει την ιεράρχηση που δίνει το τοπικό πολεοδομικό σχέδιο. Σκεφτείτε λοιπόν την σημαντικότητα σε όλα τα επίπεδα του πολεοδομικού σχεδιασμού, των υποδομών, της χωροθέτησης των διαφόρων χρήσεων των κοινοχρήστων πόσο καθοριστική είναι και πώς αντίστοιχα έρχεται και κουμπώνει με τα συστήματα μεταφορών.
Νομίζω ότι είμαστε στην αρχή μίας πολύ μεγάλης συζήτησης που έχει θέση της πόλης και θα πρέπει να είμαστε όλοι και θα πρέπει να είμαστε όλοι αντάξιοι αυτής της προσπάθειας και να σταθούμε δίπλα σε αυτό το μεγάλο πρόγραμμα, ώστε να έχουμε στην επόμενη τετραετία ολοκληρώσει έναν μεγάλο σχεδιασμό για τη χώρα».