Ύστερα από ένα διάλειμμα σχεδόν ενός αιώνα, στην εμβληματική Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης ήχησαν ξανά, την Παρασκευή, οι ήχοι της ισλαμικής προσευχής, με τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να δίνει το «παρών» μεταξύ των πιστών, εκπληρώνοντας μια κίνηση που υπολογίζει πως θα τονώσει τη δημοτικότητά του στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο.
Η σημερινή λειτουργία, όπως σημειώνει το Bloomberg, είναι η πρώτη που γίνεται μετά την απόφαση του Ερντογάν να προχωρήσει στην εφαρμογή δικαστικής απόφασης που ο ίδιος είχε ενθαρρύνει και να μετατρέψει τον μεγαλοπρεπή ναό, που είχε χτιστεί αρχικά ως βυζαντινός καθεδρικός, από μουσείο σε τζαμί.
Σε έντονη αντίθεση με την κατακραυγή που υπήρξε διεθνώς για την απόφαση, οι οπαδοί του Ερντογάν αντέδρασαν με χαρά. Εκατοντάδες άνθρωποι κοιμήθηκαν έξω από την Αγιά Σοφιά, από την Πέμπτη το βράδυ, απαγγέλλοντας προσευχές και ψέλνοντας ισλαμικούς ύμνους περιμένοντας το μεγάλο άνοιγμα.
Γιατί όμως τώρα;
Το ισλαμικό, κυβερνών κόμμα AK του Ερντογάν έχει χάσει έδαφος σε σημαντικές πόλεις της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια, όπως υπογραμμίζει το πρακτορείο, και ο πρόεδρος Ερντογάν ελπίζει με την κίνηση αυτή να κερδίσει τη στήριξη των Τούρκων εθνικιστών. Πώς θα το κάνει αυτό; Προβάλλοντας τον νέο ρόλο του ιστορικού μνημείου ως ορόσημο στην προσπάθεια αναγέννησης της χώρας ως ισχυρού μουσουλμανικού έθνους, ύστερα από έναν αιώνα αποτυχημένων προσπαθειών να μιμηθεί τη χριστιανική Δύση.
Ο βυζαντινός ναός έχει αλλάξει καθεστώς άλλες δύο φορές κατά τη διάρκεια της περασμένης χιλιετίας. Και τις δύο φορές σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές για την περιοχή. Την πρώτη, όταν μετατράπηκε από χριστιανική εκκλησιά σε τζαμί μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453. Η δεύτερη ήταν όταν από τζαμί έγινε μουσείο, το 1934, στο πλαίσιο της προσπάθειας του Ατατούρκ να εγκαθιδρύσει ως κοσμικό κράτος τη νέα Τουρκική Δημοκρατία του.
Η απόφαση του Ερντογάν ήταν κάτι που αναμενόταν αρκετό καιρό τώρα. Και, όπως και η απόφαση του Ατατούρκ να μετατρέψει τον ναό σε μουσείου, η οποία βοήθησε να εξομαλυνθεί η προσπάθεια επίτευξης αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα σε μια περίοδο που οι στρατιωτικές απειλές στην Ευρώπη αυξάνονταν, η χρονική συγκυρία ήταν, και αυτήν τη φορά, πολιτική: Η δημοτικότητα του Ερντογάν στενάζει υπό το βάρος μιας κατεστραμμένης οικονομίας και των συντηρητικών αντιπάλων που απειλούν να του στερήσουν ακόμη περισσότερες ψήφους.
Όπως λέει ο Ozgur Unluhisarcikli, ο Τούρκος επικεφαλής του Γερμανικού Marshall Fund των Ηνωμένων Πολιτειών, «ελπίζει ότι αυτό θα είναι η παρακαταθήκη για την οποία θα τον θυμούντα». Και, όπως λέει, «έναν τέτοιο σκοπό τον υποστηρίζουν όλοι οι δεξιοί ψηφοφόροι».