H μετάβαση στην οικονομία του υδρογόνου μπορεί να αποτελεί ένα από τους στόχους της ΕΕ στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, όμως το υδρογόνο- ακόμα και ως συμπληρωματικό καύσιμο- δεν είναι μία λύση χωρίς προβλήματα, όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές.
Το “πράσινο υδρογόνο”, που επιδιώκει η Ευρώπη, προϋποθέτει την εγκατάσταση φωτοβολταϊκής και αιολικής ισχύος της τάξης των 80 με 120 GW μόνον και μόνον για να τροφοδοτηθεί με ηλεκτρική ενέργεια η διαδικασία της ηλεκτρόλυσης, μέσω της οποίας θα παράγεται το καθαρό, πράσινο υδρογόνο.
Μία τόσο μαζική ανάπτυξη ΑΠΕ, δίπλα στις υπόλοιπες ΑΠΕ που θα πρέπει να εγκατασταθούν στο σύστημα προκειμένου να παραχθεί η απαιτούμενη ηλεκτρική ενέργεια για τις “παραδοσιακές” ανάγκες του συστήματος, δημιουργεί από μόνη της πληθώρα προβλημάτων.
Ενα από αυτά, που ήδη έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του, είναι οι χαμηλές τιμές των ΑΠΕ που προκύπτουν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μέσα από τις διαγωνιστικές διαδικασίες. Αν η τάση των χαμηλότερων τιμών συνεχιστεί, τότε υπάρχει ο κίνδυνος οι επενδυτές να αποσύρουν το ενδιαφέρον τους και να πρέπει οι ΑΠΕ να επιδοτηθούν για να γίνουν ξανά ελκυστικές.
Αν σήμερα το θέμα αυτό είναι σχεδόν οριακό- καθώς τα περισσότερα εγκατεστημένα συστήματα απολαμβάνουν υψηλότερες τιμές- στο μέλλον, σε μία πλήρως ανταγωνιστική αγορά η αθρόα είσοδος των ΑΠΕ ίσως οδηγήσει σε βύθιση της τιμής της ενέργειας στη χονδρική αγορά, προκαλώντας τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Στο δημόσιο διάλογο για το υδρογόνο κυριαρχεί και ένα άλλο δίλημμα: Mεγάλες εγκαταστάσεις ΑΠΕ - υδρογόνου και πανευρωπαϊκοί αγωγοί ή μικρότερα πάρκα ανανεώσιμης ενέργειες που τροφοδοτούν τοπικές μονάδες υδρογόνου ή και τα δύο; Η Ευρώπη τελευταία δείχνει να προσανατολίζεται στις μεγάλες εγκαταστάσεις- εξ ού και το μεγάλο ενδιαφέρον για τα offshore αιολικά πάρκα, τα οποία στηρίζει ιδιαίτερα η γερμανική προεδρία.
Τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, τελευταία προβάλλονται, ως ο κατ’ εξοχήν παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας για τη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης, από την οποία θα παράγεται το υδρογόνο και θα μεταφέρεται με αγωγούς σε τοπικά, κυρίως βιομηχανικά δίκτυα προς κατανάλωση.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι προτάσεις που βλέπουν μια πιο ήπια ανάπτυξη: Oταν η αιολική παραγωγή κάποιου πάρκου ή πάρκων πλεονάζει, τότε θα μπορεί να αποθηκεύεται τοπικά με τη μορφή του υδρογόνου, μέσα από τοπικές διαδικασίες ηλεκτρόλυσης και να χρησιμοποιείται ως καύσιμο για βαρέα οχήματα, αγροτικές εργασίες κλπ, ακόμα και για την τοπική θέρμανση.
Το τρίτο ζήτημα που θα πρέπει να λυθεί είναι οι ποσότητες του υδρογόνου που θα χρειάζεται η Ευρώπη πχ ως το 2030. Από τις ποσότητες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και η μορφή ανάπτυξης της οικονομίας του υδρογόνου.
Στόχοι που ακούγονται όπως 6 GW ως το 2024 ή 40GW ως το 2030 είναι αρκετά περιορισμένοι για να στηρίξουν σημαντικές επενδύσεις, καθώς οι ποσότητες αυτές δεν αρκούν για να καλύψουν καλά-καλά τη βιομηχανία αμμωνίας της Ευρώπης. Τι θα γίνει με τους υπόλοιπους τομείς που θα πρέπει επίσης να “πρασινίσουν”, για να πετύχει η ΕΕ τους στόχους για το Κλίμα;
Aπό την άλλη πλευρά, ακόμα και αν πάρουμε το σενάριο της εγκατάστασης ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας και ισχύος, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι για την κατασκευή πχ ανεμογεννητριών, χρησιμοποιείται χάλυβας .που η παραγωγή του εκμπέμπει διοξείδιο του άνθρακα
Θαλάσσιες ανεμογεννήτριες ισχύος 100 GW σημαίνουν την εκπομπή ρύπων της τάξης των 50 εκατ. τόνων CO2, λόγω του χάλυβα, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ειδικοί.
Είναι προφανές ότι για να επιτευχθεί η αλλαγή που φιλοδοξεί η ΕΕ θα χρειαστούν ιδιαίτερες πολιτικές και μέτρα, που να δίνουν απαντήσεις στα διάφορα επιμέρους προβλήματα και κυρίως λύσεις που να είναι ενταγμένες στον κοινωνικοοικονομικό ιστό κάθε χώρας.