Tην προσθήκη μίας «ρήτρας αλληλεγγύης» στη νομοθεσία της ΕΕ για το Κλίμα φαίνεται έτοιμη να ζητήσει η Πολωνία, την ίδια ώρα που η Κομισιόν επεξεργάζεται- και σκοπεύει να ανακοινώσει ως το τέλος του μήνα- τη νέα πρότασή της για την αύξηση στο 50% ή στο 55% του δεσμευτικού στόχου για τη μείωση των εκπομπών ρύπων ως το 2030.
Σήμερα ο στόχος είναι για μείωση των ρύπων κατά 40% ως το 2030 σε σχέση με τα προ του 1990 επίπεδα.
Παρότι το αίτημα δεν έχει ακόμα υποβληθεί επισήμως, εν τούτοις οι πιέσεις προς τη κατεύθυνση αυτή ή για κάποιο άλλο αντιστάθμισμα για τις χώρες που θα πληγούν άμεσα από την κατάργηση του άνθρακα – φαίνεται ότι έχει έλθει στο τραπέζι.
Η ρήτρα αλληλεγγύης που θα διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη, τα οποία επιβαρύνονται περισσότερο από τους νέους στόχους μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα θα αποζημιώνονται για το πρόσθετο κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων της ΕΕ, προτάθηκε από την Πολωνή ευρωβουλευτή Anna Zalewska, η οποία ανήκει στην ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), μέσω άρθρου της στο Euractiv. H κα Zalewska είναι και η σκιώδης εισηγήτρια του προτεινόμενου νόμου για το Κλίμα για λογαριασμό του ECR.
Όπως αναφέρει η ευρωβουλευτής στο άρθρο , από τη στιγμή που οι Βρυξέλλες θέλουν να αυξήσουν το στόχο για τη μείωση των ρύπων, ο νέος ευρωπαϊκός νόμος για Κλίμα θα πρέπει να περιλάβει μία ρήτρα αλληλεγγύης που να εγγυάται την αναλογική αύξηση της αποζημίωσης που προβλέπει η οδηγία για το σύστημα εμπορίας ρύπων της ΕΕ (EU ETS) για τα κράτη μέλη που θα επιβαρυνθούν περισσότερο από την εφαρμογή των νέων διατάξεων.
Επιπλέον, πριν προταθεί και γίνει νομικά δεσμευτικός ο στόχος για την Κλιματική Ουδετερότητα ως το 2050, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να πραγματοποιήσει τη συνεχή εκτίμηση επιπτώσεων των επενδυτικών και λειτουργικών δαπανών που απαιτούν οι νέοι στόχοι της ΕΕ και να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα για τα μεμονωμένα κράτη μέλη και όχι μόνο συγκεντρωτικά. .
« Λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα συνδυασμού πλούτου και δομής του ενεργειακού τομέα στα κράτη μέλη της ΕΕ, τα συγκεκριμένα αποτελέσματα ανά χώρα θα καθιστούσαν σαφές ποιες χώρες θα επιβαρυνθούν με το υψηλότερο κόστος κατά κεφαλήν από τα νέα μέτρα. Σε ένα τέτοιο σενάριο, θα ήταν δίκαιο να κατανεμηθεί το καλάθι της αντιστάθμισης ανάλογα με το επίπεδο του πλούτου κάθε κοινωνίας.» υποστηρίζει η κα Zalewska. « Δεν είναι ένα μακρινό επιχείρημα να προτείνουμε την ομοιόμορφη κατανομή τόσο των κερδών όσο και των επιβαρύνσεων που προκύπτουν από τις νέες προκλήσεις της ΕΕ. Αυτό δεν πρέπει να είναι μια κατάσταση μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος ορισμένων έρχεται σε βάρος άλλων, δηλαδή προκύπτει από διαφορετικά σημεία εκκίνησης και από την πίεση της μεταφοράς τεχνολογίας από τη Δυτική στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι θέμα ευρωπαϊκής δικαιοσύνης να διασφαλίσει ότι αυτό δεν θα συμβεί και να το διατυπώσει σωστά στο νομοθετικό κείμενο» προσθέτει η ευρωβουλευτής, υπενθυμίζοντας ότι υπάρχουν χώρες όπως πχ η Σουηδία και η Δανία, που ξεκινούν από άλλη, πολύ πιο πλεονεκτική βάση. Για παράδειγμα η Σουηδία, λόγω των σημαντικών υδάτινων πόρων έχει τη δυνατότητα να παράγει περίπου το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικά και περίπου το 39% από πυρηνικά, δηλαδή πηγές ενέργειας μηδενικών εκπομπών. Με τη σειρά της, η Δανία άρχισε την κατασκευή των πρώτων αιολικών πάρκων στη δεκαετία του 1970 και σήμερα η αιολική ενέργεια έχει φθάσει στο περίπου 50% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρισμού. Η Πολωνία αλλά και άλλες χώρες, με βάση τις πρώτες ύλες που διέθεταν, (σ.σ.όπως πχ η Ελλάδα με τον λιγντίτη) αποφάσισαν να αναπτύξουν ηλεκτρική ενέργεια με βάση τον άνθρακα.
Στο κείμενό της, υποστηρίζει ακόμα ακόμα ότι οι εταιρείες που υπόκεινται σε κόστος άνθρακα στην Πολωνία πρέπει να δαπανήσουν πολύ περισσότερα χρήματα, σε σύγκριση με τα έσοδα από τον εθνικό προϋπολογισμό μέσω της δημοπρασίας δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, οι εταιρείες αυτές υποχρεούνται να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπής CO2 και από άλλα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα την εκροή πιθανών επενδυτικών κεφαλαίων.
Με τις τιμές CO2 που αναμένεται να αυξηθούν στο εγγύς μέλλον, αυτό το έλλειμμα μόνον θα διευρύνεται και μπορεί να εκτοξευτεί εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιτύχει στο σχέδιο για ένα ακόμα πιο περιοριστικό στόχο για το Κλίμα.
Στο φιλόδοξο σενάριο στόχου μείωσης 55% έως το 2030, οι τιμές CO2 μπορεί να υπερβούν το ανώτατο όριο των 75 ευρώ ανά τόνο Αυτό σημαίνει ότι, σε σύγκριση με το βασικό σενάριο (τρέχων στόχος μείωσης εκπομπών κατά 40% έως το 2030), η αγορά δικαιωμάτων εκπομπής CO 2 από μόνη της μπορεί να προκαλέσει περίπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ πρόσθετο λειτουργικό κόστος στον πολωνικό ενεργειακό τομέα. Με αυτόν τον τρόπο, οι εταιρίες αντί να δαπανούν κεφάλαια για την κατασκευή νέων στοιχείων ενεργητικού χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, θα πρέπει να διαθέτουν τους πόρους τους για τα δικαιώματα εκπομπής CO 2.
«Ο ευρωπαϊκός νόμος για το κλίμα πρέπει να δηλώνει ρητά ότι οι πόροι για τη μετατροπή του ενεργειακού μείγματος θα αυξηθούν ανάλογα με το πρόσθετο κόστος και θα διατεθούν στα φτωχότερα κράτη μέλη και στα κράτη μέλη της ΕΕ που υπέστησαν τις πιο δραστικές αλλαγές ως αποτέλεσμα » τονίζεται στο κείμενο.
Στο πλαίσιο αυτό η ευρωβουλευτής δεσμεύεται ότι θα προτείνει τη δίκαιη κατανομή του επιπρόσθετου κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων μεταξύ μεμονωμένων κρατών μελών της ΕΕ. Αυτό θα αποτελούσε έναν από τους βασικούς τρόπους για να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα χωριστούν σε νικητές και ηττημένους του ενεργειακού μετασχηματισμού.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι κατανοεί αυτά τα διλήμματα, αλλά οι μηχανισμοί που προτείνει για να ξεπεραστούν αυτά τα άνισα κατανεμημένα κόστη μετασχηματισμού μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ είναι, δυστυχώς, ανεπαρκείς σε πολύ μεγάλο βαθμό για να τους αγνοήσουμε……Εάν η ΕΕ λάβει σοβαρά υπόψη την ιδέα της αλληλεγγύης, τότε τα περισσότερα από τα κέρδη από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων ρύπων θα πρέπει να πηγαίνουν στα κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, ώστε να διευκολύνουν τον ενεργειακό μετασχηματισμό και την οικονομική ανάπτυξή τους, ιδίως σε περιόδους κρίσης. Τότε θα ήταν δυνατό να δημιουργηθεί μια καλύτερη κατανόηση μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, γύρω από αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε έναν δίκαιο μετασχηματισμό ενέργειας που δεν αφήνει ούτε έναν συμμετέχοντα σε αυτήν τη διαδικασία μετασχηματισμού πίσω» καταλήγει το άρθρο.