Η Ελλάδα έχει επηρεαστεί σοβαρά από την πανδημία της Covid-19, καθώς ο μεγάλος τομέας των υπηρεσιών της και η εξάρτησή της από τον διεθνή τουρισμό καθιστούν τη χώρα ιδιαίτερα ευάλωτη στα σοκ που προκαλούν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και τα μέτρα τήρησης κοινωνικών αποστάσεων, γράφει στις φθινοπωρινές της προβλέψεις η Κομισιόν.
Όπως επισημαίνει, η γρήγορη αντίδραση σε επίπεδο πολιτικής βοήθησε ώστε να αμβλυνθεί η επίπτωση στην απασχόληση και στις επιχειρήσεις μέχρι στιγμής. Η οικονομική δραστηριότητα το 2021 αναμένεται να στηριχθεί από τα επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα που παρουσιάζονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού, ενώ η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν περιλαμβάνεται στις οικονομικές προβλέψεις.
Αναλυτικότερα, η Κομισιόν γράφει στην έκθεσή της πως η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας κατέρρευσε το β’ τρίμηνο, με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά ένα πρωτοφανές 14% σε τριμηνιαία βάση, μετά από μια σχετικά ήπια μείωση 0,7% σε τριμηνιαία βάση το α’ τρίμηνο. Η πτώση ήταν αποτέλεσμα των μέτρων που ελήφθησαν για να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού και τα μέτρα αυτά ήταν πιο αυστηρά στο διάστημα από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Μαΐου. Τόσο η εγχώρια ζήτηση όσο και οι εξαγωγές επλήγησαν σοβαρά. Η ταχεία πολιτική αντίδραση για να προστατευθεί η απασχόληση και να διασφαλιστεί η ρευστότητα για τις επιχειρήσεις απέτρεψε μια πιο αρνητική επίπτωση στην αγορά εργασίας κατά το α’ εξάμηνο του έτους. Η ανεργία κορυφώθηκε στο 18% τον Ιούνιο, έναντι του 15,6% τον Φεβρουάριο, αλλά τον Ιούλιο μειώθηκε στο 16,8%.
Όμως, κατά την Κομισιόν, η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά. Συγκεκριμένα, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται πως ανέκαμψε σε κάποιον βαθμό μετά τη σταδιακή άρση των περιορισμών στα μέσα Μαΐου. Ωστόσο, καθώς ορισμένοι περιορισμοί παραμένουν σε ισχύ και επηρεάζουν την καταναλωτική συμπεριφορά και τα διαθέσιμα εισοδήματα και λόγω της πιθανής περαιτέρω συνέχισης των μέτρων μετά την αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά μόνο κατά την προβλεπόμενη περίοδο. Η μεγάλη αβεβαιότητα, τα χαμηλότερα έσοδα και οι περιορισμοί στη ρευστότητα λειτούργησαν επιβαρυντικά στις επενδύσεις το α’ εξάμηνο του 2020, αλλά οι δημόσιες επενδύσεις και η στήριξη ρευστότητας αναμένεται να διευκολύνουν την ανάκαμψη. Συνολικά, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί κατά 9% το 2020 και να ακολουθήσει μερική ανάκαμψη με 5% ανάπτυξη το 2021 και 3,5% το 2022.
Ο εξωτερικός τομέας επίσης κατέγραψε πτώση-ρεκόρ το β’ τρίμηνο του 2020, με τις εξαγωγές να καταγράφουν πτώση 32% σε ετήσια βάση. Οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να συμβάλουν αρνητικά στην ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2020, αλλά να γίνουν θετικές κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης το 2021 και το 2022. Ενώ οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να ανακάμψουν γρήγορα, οι εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να παραμείνουν σημαντικά χαμηλότερα των προ κρίσεως επιπέδων ακόμα και πέραν του προβλεπόμενου ορίζοντα. Ο διεθνής τουρισμός, που είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την ελληνική οικονομία, ήταν ο «οδηγός» της μεγάλης πτώσης των εξαγωγών υπηρεσιών το πρώτο εξάμηνο του 2020. Οι αφίξεις τουριστών αναμένεται να ανακάμψουν εν μέρει μόνο το 2021 και το 2022.
Η ήπια αντίδραση του ρυθμού ανεργίας στην πτώση της οικονομικής δραστηριότητας μέχρι τώρα μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στα μέτρα στήριξης της απασχόλησης, αλλά και από το γεγονός πως εργαζόμενοι γίνονται οικονομικά μη ενεργοί αφού χάσουν τη θέση τους. Η ανεργία αναμένεται να αγγίξει το 18% το 2020. Η ανάκαμψη που αναμένεται για το 2021 και 2022 θα συμβάλει στον περιορισμό της ανεργίας κάτω του 17% για το 2022. Με «οδηγό» τις χαμηλές τιμές ενέργειας, τη μειωμένη ζήτηση και τις μειώσεις του ΦΠΑ, ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι αρνητικός, στο -1,3% το 2020, για να ανακάμψει μερικώς το 2021 και 2022.
Η αβεβαιότητα παραμένει πολύ υψηλή, ιδιαίτερα σε σχέση με τον τουριστικό κλάδο και τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς, καθώς και με το μέγεθος των «μαξιλαριών ασφαλείας» που έχουν απομείνει στις επιχειρήσεις. Επιπλέον κίνδυνοι σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή και με τις μεταναστευτικές πιέσεις. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα είναι πιθανό να λάβει σημαντικά ποσά χρηματοδότησης στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα μπορούσε να στηρίξει σημαντικά την εγχώρια ζήτηση, όταν εφαρμοστεί.
Όπως αναφέρει η Κομισιόν στη φθινοπωρινή της έκθεση, η δημοσιονομική πολιτική θα στηρίξει την ανάκαμψη. Λόγω της κάμψης της οικονομίας και του κόστους των δημοσιονομικών μέτρων που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστεί η κρίση, που υπολογίζονται στο 4,1% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας αναμένεται να μειωθεί κοντά στο -7% του ΑΕΠ το 2020. Η πρόβλεψη ενσωματώνει επίσης την καταβολή αναδρομικών συντάξεων ύψους 0,8% του ΑΕΠ, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας τον Ιούλιο του 2020. Το πρωτογενές ισοζύγιο που παρακολουθείται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας προβλέπεται να φτάσει σε έλλειμμα 4,5% του ΑΕΠ το 2020.
Μεγάλα ελλείμματα
Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να παραμείνει ελλειμματικό το 2021 και το 2022. Οι παράγοντες πρόβλεψης στα προσωρινά μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για το 2021 είναι κυρίως η μείωση των συντελεστών των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και ένα νέο πρόγραμμα επιδότησης προσωρινής απασχόλησης με ένα εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος 1,1% του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη περιλαμβάνει επίσης το κόστος ενός αυξημένου επταετούς αμυντικού προγράμματος. Η αναμενόμενη σταδιακή οικονομική ανάκαμψη και η λήξη των έκτακτων μέτρων προβλέπεται να μειώσουν ελαφρώς το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης γύρω στο 6,25% του ΑΕΠ το 2021. Αν υποτεθεί πως δεν θα υπάρξει αλλαγή πολιτικής, τότε το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 3,5% του ΑΕΠ το 2022. Αυτή η πρόβλεψη δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η δημοσιονομική πρόβλεψη, σημειώνει η Κομισιόν, περιβάλλεται από σημαντικούς κινδύνους. Οι κίνδυνοι αυτοί σχετίζονται με την ενεργοποίηση κρατικών εγγυήσεων που εκδόθηκαν πρόσφατα στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων. Περαιτέρω κίνδυνοι σχετίζονται με το κόστος των συνεχιζόμενων νομικών διεκδικήσεων και των υπόλοιπων υποχρεώσεων προς τον δημόσιο τομέα, που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν το ισοζύγιο όταν συμφωνηθούν. Η αβεβαιότητα που σχετίζεται με την πλήρη έκταση των αναδρομικών αποζημιώσεων για τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και στα εποχικά δώρα που εισήχθησαν υπό τις προηγούμενες συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις παραμένει, καθώς η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έχει ακόμα δημοσιοποιηθεί. Περαιτέρω κίνδυνοι πηγάζουν από το πιθανό επιπλέον κόστος της κάλυψης των ανθρώπων που δεν έχουν ασφάλιση υγείας.