Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 22% στη διαφορά ανάμεσα στο απαιτούμενο ύψος δαπανών (30% επί του εισοδήματος) με ηλεκτρονικό τρόπο πληρωμής και στο ύψος των δαπανών που έγιναν με αυτό τον τρόπο.
Η διάταξη νόμου δεν χρειάζεται να αλλάξει, σημειώνουν αρμόδιες πηγές, συμπληρώνοντας όμως με νόημα πως ούτε είναι απαραίτητο να πέσουν ποινές φόρου σε καιρό πανδημίας. Το επικρατέστερο σενάριο που εξετάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αφορά ετήσιο πάγωμα της σχετικής διάταξης, με αποτέλεσμα να μην επιβληθεί ποινή φόρου σε όσους δεν κατάφεραν το 2020 να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ελάχιστο όριο δαπανών με ηλεκτρονικό τρόπο πληρωμής.
Η πανδημία -διαπιστώνεται και από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Οικονομικών- άσκησε δύο αντίρροπες δυνάμεις στην κατανάλωση. Αφενός, οι καταναλωτές «κουμπώθηκαν» λόγω αβεβαιότητας, αυξάνοντας τις καταθέσεις τους στις τράπεζες και αφετέρου, εξοικειώθηκαν με την πληρωμή δαπανών ακόμα και για μικροποσά στο περίπτερο με τη χρήση καρτών προκειμένου να αποφεύγουν τα μετρητά και τα… μικρόβια που κουβαλάνε. Κάπως έτσι, τα σχέδια του υπουργείου για παροχή κινήτρων αύξησης της χρήσης πλαστικού χρήματος έμειναν μέχρι νεωτέρας στο συρτάρι, καθώς η πανδημία μάς ανάγκασε να χρησιμοποιούμε ολοένα και συχνότερα πλαστικό χρήμα για τις συναλλαγές μας.
Για τις τελικές αποφάσεις δεν φαίνεται να υπάρχει βιασύνη ανακοινώσεων καθώς, ούτως ή άλλως , πλέον δεν υπάρχει η δυνατότητα αναδρομικών ηλεκτρονικών πληρωμών για το 2020. Ό,τι έγραψε το κοντέρ των ηλεκτρονικών πληρωμών, έγραψε.
Τα στοιχεία θα αξιολογηθούν από το οικονομικό επιτελείο πριν ξεκινήσει η διαδικασία υποβολής φορολογικών δηλώσεων, ώστε έγκαιρα να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στην εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων, πριν την έκδοση των πρώτων «λογαριασμών» φόρου.
Οι ισχύουσες διατάξεις προβλέπουν ότι επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 22% στη διαφορά του ποσού ανάμεσα στις ηλεκτρονικές αποδείξεις που συγκεντρώθηκαν και τις απαιτούμενες οι οποίες υπολογίζονται στο 30% του εισοδήματος των φορολογουμένων. Για όσους καταβάλλουν πάνω από το 60% του πραγματικού εισοδήματός τους για την πληρωμή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, δόσεις δανείων και για ενοίκια (κύριας ή/και δευτερεύουσας κατοικίας, επαγγελματικής στέγης), το όριο του 30% μειώνεται σε 20%.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ χρειάζεται δαπάνες εξοφλημένες με πλαστικό χρήμα συνολικού ύψους 6.000 ευρώ. Στην περίπτωση που εμφανίσει λιγότερες, π.χ. 5.000 ευρώ, τότε στη διαφορά των 1.000 ευρώ θα επιβληθεί φόρος 22%, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με έξτρα φόρο 220 ευρώ (1.000 Χ 22%). Αν όμως ο παραπάνω φορολογούμενος καταβάλλει πάνω από το 60% του εισοδήματός του σε δόσεις δανείου, ενοίκια ή φόρους, θα πρέπει να έχει συγκεντρώσει ηλεκτρονικές πληρωμές 4.000 ευρώ.
Για τον υπολογισμό του ύψους του εισοδήματος που θα πρέπει να καλυφθεί με ηλεκτρονικές πληρωμές δεν λαμβάνεται υπόψη η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και το ποσό της διατροφής που δίνεται από τον φορολογούμενο στον/στη διαζευγμένο/-η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή/και σε εξαρτώμενο τέκνο του, εφόσον αυτό καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Επιπλέον, δεν περιλαμβάνεται το εισόδημα που προκύπτει από την προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων.
Αντίθετα υπολογίζονται σχεδόν όλα τα έξοδα κάθε νοικοκυριού όπως οι δαπάνες για αγορές τροφίμων, ποτών, ρούχων, παπουτσιών, ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων, λογαριασμοί κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης και κοινοχρήστων, ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, νοσήλια και ασφάλιστρα. Εξαιρούνται οι πληρωμές για ενοίκια, δάνεια, φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου, καθώς και οι δαπάνες για αγορές ακινήτων, αυτοκινήτων, δικύκλων (πλην ποδηλάτων), σκαφών, αεροπλάνων, αεροσκαφών, αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.).
Για φορολογουμένους με ληξιπρόθεσμα χρέη στο Δημόσιο στους οποίους έχουν κατασχεθεί ένας ή περισσότεροι λογαριασμοί, πλην του ακατάσχετου λογαριασμού, το όριο των δαπανών με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής περιορίζεται σε 5.000 ευρώ.