Είκοσι δύο funds σκανάρουν το ελληνικό χρηματιστήριο και τις τραπεζικές μετοχές, υποστηρίζουν στο B.E. κορυφαία στελέχη του οικονομικού επιτελείου. Τις τελευταίες μέρες είναι διάχυτο το ενδιαφέρον από: Morgan Stanley, JP Morgan, Nomura, Goldman Sachs, UBS Asset Management, Davidson Kempner, Fosun, Nordea Investment Management, Oaktree, Brevan Howard Asset Management, Barings, Erste Group, Oceanwood Capital Management, Bluecrest Capital Management, Canada Pension Plan Investment, Garda Capital, Pharo Management, Massachusetts Financial Services, Carmignac, Quadriga Asset Managers, Point Break Capital Management.
Τα ίδια στελέχη αναφέρουν μάλιστα πως εάν η εφαρμογή του σχεδίου αποκατάστασης της ΕΕ και οι περαιτέρω εσωτερικές μεταρρυθμίσεις επρόκειτο να οδηγήσουν σε μια βελτίωση στην εκτίμησή για τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, αυτό θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε επενδυτική βαθμίδα νωρίτερα απ’ ότι αναμένει και η ίδια η κυβέρνηση (σ.σ. δηλαδή το 2023). Ανανεωμένη πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων από τις συστηματικές ελληνικές τράπεζες, μετά την ολοκλήρωση συναλλαγών τιτλοποίησης και χαμηλότερες προβλέψεις για απομείωση δανείων είναι επίσης στοιχείο για θετική αξιολόγηση.
Πολύ απλά, τα κεφάλαια του Recovery Fund, είναι αυτά που θα αντικαταστήσουν το PEPP (το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ), με τον υπουργό Οικονομικών κ. Χρ.Σταϊκούρα να δηλώνει χθες, ότι η χρηματοδότηση της οικονομίας έχει ξεκινήσει από την ίδια την κυβέρνηση χωρίς να περιμένει τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου. Τα πρώτα χρήματα δε, ύψους 4 δις. ευρώ, αναμένεται να έρθουν στη χώρα στις αρχές του δευτέρου εξαμήνου.
Πάντως, DBRS, S&P, Μοοdy’s και ING, όπως αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές από τον τραπεζικό κλάδο δεν ανησυχούν, ειδικά μετά τις κινήσεις της κυβέρνησης για την εκκαθάριση των τραπεζικών ισολογισμών από τα κόκκινα δάνεια, όπως έγινε εμφατικά στην Τράπεζα Πειραιώς και συντελείται πλέον στην Αττικής.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, η επαναγορά ομολόγων από την ΕΚΤ έδωσε το έναυσμα δημοσιονομικής αυτονομίας στη χώρα, κρατώντας χαμηλά το κόστος δανεισμού και η ολοκλήρωση του προγράμματος δεν θα προκαλούσε πίεση στην βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, καθώς η μακρά διάρκεια λήξης του και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, αποτελούν ισχυρά εχέγγυα.
Πλην όμως, παρά το γεγονός ότι οι αγορές διαβλέπουν την έξοδο από την πανδημία, επικρατούν δεύτερες σκέψεις. Κι αυτό, διότι γίνεται η αποτίμηση της καταστροφής, το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων, έπειτα από μία μακρά περίοδο αρνητικών αποδόσεων με αποκορύφωμα τα στοιχεία για τον πληθωρισμό που ανακοινώθηκαν στις ΗΠΑ και είναι το υψηλότερο από την εποχή που ξέσπασε το σκάνδαλο των subprimes στις ΗΠΑ, το 2008, αγγίζοντας το 4,2%. Οι ανησυχίες αυτές ήταν εύλογο να περάσουν και στην Ευρώπη, και βεβαίως στην Ελλάδα, που οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη άνω του 4% που έδωσε η εαρινή έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Ήδη το ελληνικό δεκαετές σκαρφαλώνει στα επίπεδα της μίας ποσοστιαίας μονάδας και παρά την επίσκεψη Ρέγκλινγκ στην Ελλάδα και τις συναντήσεις του με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα απομένει λιγότερο από ένας χρόνος που η γενναιόδωρη πολιτική της ΕΚΤ με επαναγορές ομολόγων ευρωπαϊκών κρατών θα αξιολογηθεί.
Η επόμενη μέρα είναι προφανές ότι απασχολεί όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τους ξένους διαχειριστές κεφαλαίων που θέλουν να έχουν μπροστά τους ανοιχτό ορίζοντα για να καθορίσουν την επενδυτική στρατηγική τους. Ήδη, μέσω των προγραμμάτων επαναγοράς ομολόγων, η ΕΚΤ μέσω του έκτακτου προγράμματος PEPP έχει αγοράσει συνολικά 23 δις. ευρώ ελληνικών ομολόγων και μένουν ακόμα προς αγορά άλλα 14 δις. ευρώ, κίνηση που κρατάει χαμηλά το μέσο κόστος δανεισμού της χώρας. Το κακό νέο είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει στα χέρια της ακόμα επενδυτική βαθμίδα...