Τα δύο «παραδοσιακά» κόμματα έχουν χάσει μεγάλο ποσοστό της υποστήριξης που απολάμβαναν στο παρελθόν, και σε κάθε εθνική εκλογική αναμέτρηση, νέα πρόσωπα τους αφαιρούν δύναμη. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες είναι, βέβαια, στο προσκήνιο εδώ και αρκετό καιρό, ωστόσο η ενδυνάμωσή τους το 2001 οδήγησε στην έλλειψη αυτοδυναμίας και στη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας.
του Steen Jakobsen, Επικεφαλής Οικονομολόγου, Saxo Bank
Αυτή τη φορά, οι εκλογές αποκτούν σκωτσέζικη χροιά, καθώς το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP) διεκδικεί 46 νέες έδρες, με τους Συντηρητικούς (Tories) να χάνουν 27, τους Εργατικούς να κερδίζουν 18 και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες (LDB) να χάνουν 39 έδρες.
Καθώς απαιτούνται 326 έδρες για κυβέρνηση πλειοψηφίας, οι πιθανές συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων διαμορφώνονται ως εξής:
Συντηρητικοί + Φιλελεύθεροι Δημοκράτες = 280 + 18 = 298, ή
Εργατικοί + Εθνικό Κόμμα Σκωτίας = 276 + 52 = 328
Πολλά μπορούν να συμβούν έως τις 7 Μαΐου – αλλά εξαιτίας του πλειοψηφικού συστήματος που ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο («first past the goal post», δηλαδή όποιο κόμμα συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους σε κάθε [μονοεδρική] εκλογική περιφέρεια, εκλέγει βουλευτή), μια μεταβολή στο συνολικό ποσοστό ψήφων σπάνια αλλάζει το συνολικό αποτέλεσμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Κόμμα Ανεξαρτησίας (UKIP), με συνολικό ποσοστό εκλογικής δύναμης 13,6%, ενδέχεται να εκλέξει μόλις δύο βουλευτές, ενώ οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, με πολύ λιγότερες ψήφους, θα λάβουν 18 έδρες. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το αίτημα για την υιοθέτηση ενός νέου εκλογικού νόμου στο Ηνωμένο Βασίλειο!
Συνήθως, η προεκλογική επικοινωνία βασίζεται στην άποψη: «Έτσι είναι η οικονομία». Η θέση αυτή, ωστόσο, κρύβει ορισμένα πιθανά μειονεκτήματα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο συζητούν για το φαινόμενο του 1945: οι Συντηρητικοί με τον Τσόρτσιλ κέρδισαν μεν τον πόλεμο, έχασαν όμως τις εκλογές του 1945, παρά το γεγονός ότι είχαν κάνει όλη τη δύσκολη δουλειά.
Ομοίως σήμερα, οι Συντηρητικοί στηρίζουν την προεκλογική τους καμπάνια στην προσέγγιση να «μην αφήσουν οι ψηφοφόροι τους Εργατικούς να καταστρέψουν την οικονομία».
Η συνεργασία μεταξύ των Συντηρητικών και των Φιλελευθέρων σταθεροποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι εκτός ελέγχου, κάτι που ουσιαστικά σημαίνει ότι η βελτίωση ήταν πλασματική. Παρ' όλ' αυτά, οι ίδιοι τονίζουν την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας, τη σταδιακή αύξηση των μισθών και τη σχετική βελτίωση του ΑΕΠ της χώρας.
Το Κόμμα των Εργατικών έχει υιοθετήσει ξανά τη ρητορική της δεκαετίας του '70, διεκδικώντας την αναδιανομή του πλούτου, τη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων και όλες τις παραδοσιακές πολιτικές που επικρατούσαν κατά την περίοδο όπου οι αγορές είχαν κατακλυστεί από την ύπαρξη μεγάλων επιχειρήσεων, την υψηλή φορολογία, την απουσία ανάπτυξης και τον υπερσυνδικαλισμό. Αυτή η στρατηγική υποστηρίζει έναν κόσμο μηδενικής ανάπτυξης, επιδιώκοντας για άλλη μια φορά την αναδιανομή – όχι έναν νέο δρόμο προς την ανάπτυξη.
Παρ' όλ' αυτά, οι πολιτικές θέσεις των Εργατικών απαντούν στο εντεινόμενο πρόβλημα της δημιουργίας ακραίων συνθηκών ανισότητας, το οποίο τροφοδοτήθηκε από μια επιθετική νομισματική πολιτική χαμηλών επιτοκίων και υποστήριξης του 20% της οικονομίας, δηλαδή των μεγάλων, εισηγμένων εταιρειών και τραπεζών. Την ίδια στιγμή, το 80% της οικονομίας, δηλαδή οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ.
Πιστεύω ότι αυτές οι εκλογές θα κριθούν από δύο παράγοντες: την ανισότητα και τον αριθμό των εδρών που θα κερδίσει το Κόμμα Ανεξαρτησίας στις 7 Μαΐου.
Τα οικονομικά στοιχεία του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να μοιάζουν ικανοποιητικά με μια επιφανειακή ματιά, ωστόσο η ανισότητα δεν μπορεί να μην αποτυπωθεί στο αποτέλεσμα, καθώς το 80% της οικονομίας έχει δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το πρόβλημα για τους Συντηρητικούς είναι ότι το ίδιο 80% αποτελεί επίσης τη μεσαία τάξη, δηλαδή τους ψηφοφόρους με ενεργή πολιτική άποψη. Αυτοί αισθάνονται παραγκωνισμένοι, και σίγουρα απελπισμένοι, από την απουσία αλλαγής και ελπίδας. Το γεγονός αυτό μετατρέπει το Κόμμα Ανεξαρτησίας σε μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική. Για πολλούς από αυτούς τους ψηφοφόρους, η συγκεκριμένη πολιτική παράταξη αντιπροσωπεύει το «κόμμα διαμαρτυρίας».
Γνωρίζουμε από την εμπειρία της Γαλλίας και της Ισπανίας ότι τα κόμματα που χαρακτηρίζονται ως «ακραία» δεν λαμβάνουν υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, αλλά πίσω από το παραβάν του εκλογικού τμήματος, οι ψηφοφόροι εκφράζουν με πολύ περισσότερο θάρρος την πολιτική τους άποψη.
Οφείλουμε, επιτέλους, να σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: οι Εθνικές Εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πολύ πιθανό να αποτελέσουν το σημείο καμπής που θα οδηγήσει σε ένα βρετανικό δημοψήφισμα για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ είναι η μεγαλύτερη απειλή για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον – πολύ μεγαλύτερης σημασίας από μια πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας.
Το Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας για τις περισσότερες φιλελεύθερες ευρωπαϊκές χώρες – και κυρίως για τη Δανία, τη Σουηδία και την Ολλανδία. Όλοι βασιζόμαστε στο Ηνωμένο Βασίλειο όταν οι Βρυξέλλες, και συχνά οι χώρες της Μεσογείου, υπερβάλλουν εαυτόν μοιράζοντας «δώρα» για τα οποία έχουν πληρώσει οι φορολογούμενοι της Ευρώπης. Η απώλεια του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ δεν θα δημιουργήσει απλώς καθεστώς ακυβερνησίας, αλλά και μια επιτακτική ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Οι προσεχείς εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου θα αντικατοπτρίσουν πολλές εκλογικές αναμετρήσεις σε όλη την Ευρώπη από την αρχή της κρίσης, δίνοντας έμφαση στα θέματα της ανισότητας και της ανάγκης για πολιτική διαμαρτυρία. Το γεγονός αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μεγάλες ανακατατάξεις στη σύνθεση του κοινοβουλίου.
Εκτιμώ ότι το ποσοστό της ψήφου διαμαρτυρίας υπέρ του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας και του Κόμματος Ανεξαρτησίας θα αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερο από αυτό που προβλέπουν οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις.
Κατά πάσα πιθανότητα αυτό θα οδηγήσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας των Συντηρητικών και των Φιλελεύθερων Δημοκρατικών, με την υποστήριξη του Κόμματος Ανεξαρτησίας. Το Κόμμα Ανεξαρτησίας θα προωθήσει δημοψήφισμα για την ΕΕ εντός του 2016. Και αυτό θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, καθώς η ΕΕ θα αναγκαστεί να παλέψει για την επιβίωσή της, ακροβατώντας μεταξύ των συνεπειών μιας εξόδου της Ελλάδας, μιας εξόδου της Βρετανίας και μιας εξόδου από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Steen Jakobsen, Επικεφαλής Οικονομολόγος, Saxo Bank
Ο Steen Jakobsen ανέλαβε τη θέση του Επικεφαλής Οικονομολόγου της Saxo Bank τον Μάρτιο του 2011, έχοντας επιστρέψει στην τράπεζα μετά από δύο χρόνια απουσίας, στη διάρκεια των οποίων ήταν Επικεφαλής Επενδύσεων στη Limus Capital Partners. Πριν από την αναχώρησή του, στις αρχές του 2009, ο Steen Jakobsen εργαζόταν στη Saxo Bank ως Επικεφαλής Επενδύσεων για σχεδόν εννέα χρόνια. Ο Steen Jakobsen έχει περισσότερα από 20 χρόνια εμπειρίας στις proprietary συναλλαγές και στις εναλλακτικές επενδύσεις. Το 1989, αφότου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ξεκίνησε την καριέρα του στη Citibank N.A. Copenhagen, από όπου μετακινήθηκε στη Hafnia Merchant Bank ως διευθυντής, Επικεφαλής Πωλήσεων και Δικαιωμάτων Προαίρεσης. Το 1992 προσελήφθη ως αντιπρόεδρος στην Chase Manhattan στο Λονδίνο, Επικεφαλής Πωλήσεων στη Σκανδιναβία, και στη συνέχεια μετέβη στην Chase Manhattan Proprietary Trading Group. Από το 1995 έως το 1997 εργάστηκε ως Proprietary Trader και Επικεφαλής του Τμήματος Ροών στη Swiss Bank Corp. στο Λονδίνο. Το 1997 έγινε Επικεφαλής Συναλλαγών, FX και Δικαιωμάτων Προαίρεσης στη Christiania (σήμερα Nordea) στη Νέα Υόρκη, όπου και παρέμεινε έως το 1999, όταν μετέβη στη UBS, στη Νέα Υόρκη, ως Εκτελεστικός Διευθυντής της Global Proprietary Trading Group.