Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκαν οι οικονομολόγοι της Τράπεζας κ.κ. Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank, Δρ. Θεόδωρος Σταματίου, Ανώτερος Οικονομολόγος, και Στυλιανός Γ. Γώγος, Οικονομικός Αναλυτής.
Με αφορμή τη διοχέτευση σειράς σεναρίων στο διεθνή τύπο για το ενδεχόμενο ενός σοβαρού «ατυχήματος» (‘Graccident’) στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα - κυρίως λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων της χώρας για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων και την έως σήμερα μη επίτευξη συμφωνίας με τους επίσημους δανειστές για την υλοποίηση των αποφάσεων του EUROGROUP της 20ης Φεβρουαρίου -, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αξιολογήσει τις πιθανότητες πραγματοποίησης κάποιων εκ των σεναρίων αυτών καθώς και τις δυνητικές τους επιπτώσεις. Η μελέτη απέχει από την ανάλυση των νομικών και τεχνικών επιπλοκών που ενδεχομένως σχετίζονται με κάποια από τα υπό εξέταση σενάρια. Αντ’ αυτού, στηρίζεται σε αμιγώς οικονομικά επιχειρήματα και εξηγεί για ποιους λόγους η αθέτηση πληρωμών προς τους κατόχους ελληνικού δημόσιου χρέους ή ακόμη και έξοδος από την ζώνη του ευρώ θα ήταν καταστροφική για την χώρα αλλά και αποσταθεροποιητική για το οικοδόμημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Πιο αναλυτικά, η έκθεση ρίχνει μια σύντομη ματιά στη διαχρονική εξέλιξη σειράς νομισματικών ενώσεων στη σύγχρονη ιστορία (καθώς και σε προηγούμενα επεισόδια διάλυσης ή μονομερούς εξόδου κάποιων εκ των κρατών-μελών τους) με στόχο την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Κατόπιν αναλύει το δυνητικό κόστος και τα οφέλη που εκπορεύονται από τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και εξηγεί για ποιο λόγο δεν υπάρχει σαφές ιστορικό προηγούμενο για την ΟΝΕ, η οποία, πάνω απ’ όλα, αποτελεί πολιτικό οικοδόμημα Στη συνέχεια, αξιολογεί εν συντομία τα προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόστηκαν την τελευταία 5ετία σε οικονομίες της λεγόμενης περιφέρειας της Ευρωζώνης και εξηγεί γιατί τα προγράμματα αυτά δεν έχουν εξαλείψει πλήρως τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στην κρίση χρέους της ΟΝΕ.
Στην τρέχουσα συγκυρία, η αποκατάσταση θετικών και βιώσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί το κύριο ζητούμενο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της περιφέρειας της Ευρωζώνης με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων και την αύξηση της ποσότητας (και ποιότητας) των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού και ενεχύρων. Ωστόσο, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι οικονομίες αυτές είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους του ευρωπαϊκού Βορρά. Επιπλέον, οι περισσότερες από αυτές έχουν συσσωρεύσει υψηλά επίπεδα δημόσιου (ή / και ιδιωτικού) χρέους τα οποία, ελλείψει δραστικών αναδιαρθρώσεων, συνεχίζουν να δυσχεραίνουν τις προσπάθειες εξόδου από το φαύλο κύκλο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού δανεισμού.