Στο 1,5 δισ. ευρώ τοποθετείται τελικά το ποσό που αντλεί το Ελληνικό Δημόσιο από την επανέκδοση του 7ετούς ομολόγου, με τις προσφορές να ξεπερνούν τα 4,8 δισ. ευρώ. Το τελικό επιτόκιο υποχώρησε στις 110 μ.β. + mid swap, δηλαδή στην περιοχή του 2,4%, ενώ το αρχικό επιτόκιο είχε τοποθετηθεί στις 115 μ.β. + mid swap.
Σημειώνεται πως το 7ετές -το οποίο πλέον έχει 5ετή διάρκεια- είχε εκδοθεί στις 15 Απριλίου του 2020 λίγο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά την ενεργοποίηση του PEPP της ΕΚΤ, με κουπόνι 2% και απόδοση 2,013%. Το βιβλίο προσφορών είχε διαμορφωθεί στα 5,9 δισ. ευρώ, με πάνω από 128 επενδυτές να συμμετέχουν στην έκδοση, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο είχε αντλήσει 2 δισ. ευρώ.
Τη σημερινή επανέκδοση "έτρεξαν" οι διεθνείς επενδυτικές τράπεζες BNP Paribas, BofA Securities, Citi, Deutsche Bank, Goldman Sachs Bank Europe SE και J.P. Morgan.
Αν και οι συνθήκες στην αγορά παραμένουν εξαιρετικά δύσκολες με την απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου να έχει αυξηθεί πλέον πάνω από το 3% κινούμενο στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάρτιο του 2020, με το spread να διαμορφώνεται στις 227 μονάδες βάσης, ο ΟΔΔΗΧ λαμβάνοντας ώθηση από τις εξαιρετικά θετικές εξελίξεις γύρω από την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η διπλή αναβάθμιση από DBRS και S&P σε μόλις ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, επέλεξε να δηλώσει "παρών" στις αγορές και το β’ τρίμηνο.
Παράλληλα, ενισχύονται και τα ταμειακά διαθέσιμα σε μία περίοδο που η πληθωριστική και ενεργειακή κρίση κάνει αναγκαία την ύπαρξη ενός "μαξιλαριού" για μέτρα στήριξης της οικονομίας.
Το αυξημένο κόστος δανεισμού είναι γεγονός εδώ και καιρό, οπότε στόχευση δεν είναι τόσο το επιτόκιο όσο η παρουσία της Ελλάδας στις αγορές αλλά και η ποιότητα των επενδυτών.
Άλλωστε, παρά τους τριγμούς που έχουν προκαλέσει οι γεωπολιτικές εξελίξεις και η πιο επιθετική στάση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ωθώντας τις αποδόσεις όλων των ομολόγων σε πολύ υψηλά επίπεδα, τριετίας ή και τετραετίας για κάποιες χώρες, τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν στο ραντάρ των επενδυτών και των αναλυτών, καθώς το στοίχημα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας θεωρείται απόλυτα εφικτό έως το 2023 και αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε ένα "κυνήγι ευκαιρίας" τα funds.
Όπως σημείωσε και η DZ Bank, ο στόχος που έχει θέσει η ελληνική κυβέρνηση για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023 είναι απόλυτα ρεαλιστικός, με τη χώρα να έχει ήδη κάνει πολλά βήματα για την επιστροφή αυτή στην κανονικότητα. Παρά το τρέχον σκηνικό αβεβαιότητας, με την εκτόξευση του πληθωρισμού και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ελλάδα αποπλήρωσε πλήρως το χρέος της προς το ΔΝΤ νωρίτερα, ενώ αρχίζει ήδη να αποπληρώνει τα διμερή δάνεια του πρώτου Μνημονίου και το καλοκαίρι θα βγει από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας. Παράλληλα η S&P μετά και την DBRS αναβάθμισε την Ελλάδα μία ανάσα πριν την επενδυτική βαθμίδα. Τα ελληνικά ομόλογα έχουν, επομένως, "λόγο" για σημαντική συρρίκνωση του spread τους, που άλλοι εκδότες δεν έχουν, κατά την DZ Bank, η οποία εκτιμά ότι οι ελληνικοί τίτλοι αναμένεται να υπεραποδώσουν των ιταλικών στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Και η J.P. Morgan, αν και παραμένει επιφυλακτική το τρέχον διάστημα λόγω της αβεβαιότητας και της μεταβλητότητας που έχει δημιουργήσει στο μακροοικονομικό τοπίο ο πόλεμος, εμφανίζεται θετική για τα ελληνικά ομόλογα μεσοπρόθεσμα. Πιστεύει ότι η αγορά τιμολογεί με υπερβολικό discount τον αντίκτυπο του τέλους των αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ, υπό το πρόγραμμα PEPP, τη στιγμή που η ελληνική αγορά ομολόγων παρουσιάζει σχετικά ισχυρή δραστηριότητα, ενώ το πολιτικό και το χρηματοδοτικό τοπίο της Ελλάδας σε σύγκριση με άλλες χώρες της περιφέρειας είναι επίσης ισχυρό. Σε ό,τι αφορά το spread έναντι της Γερμανίας, εκτιμά ότι θα κινηθεί χαμηλότερα το επόμενο διάστημα και τον Ιούνιο με Σεπτέμβριο θα διαμορφωθεί στις 170 μ.β., ενώ από τον Δεκέμβριο του 2022 έως και τον Μάρτιο του 2023 θα διαμορφωθεί στις 180 μ.β.