Κατόπιν οδηγιών του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, η Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ Μαρία Θεοφίλη επέδωσε χθες επιστολή στον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού, σε απάντηση σχετικής επιστολής που είχε απευθύνει ο Τούρκος Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ στις 30 Σεπτεμβρίου 2021.
Με την επιστολή αυτή, υποστηρίζουν πηγές του υπ. Εξωτερικών, η οποία αποτελεί προϊόν πολύμηνης ενδελεχούς εργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, απορρίπτονται στο σύνολό τους οι ισχυρισμοί της τουρκικής πλευράς, καθώς είναι αβάσιμοι νομικά, ιστορικά και επί των πραγματικών γεγονότων.
Συγκεκριμένα απορρίπτεται το σύνολο της τουρκικής επιχειρηματολογίας όσον αφορά τη «διασύνδεση» της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών και των παρακείμενων νήσων του Αιγαίου με τη δήθεν υποχρέωση αποστρατικοποίησης των νησιών αυτών.
Τονίζεται ότι η διασύνδεση αυτή αποτελεί καθαρή αθέτηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος της συνθήκης της Λωζάνης του 1923 και της συνθήκης των Παρισίων του 1947, που ορίζουν μόνιμα σύνορα και εδαφικά δικαιώματα στις χώρες που αναφέρονται, χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος όρος ή υποχρέωση.
Τονίζεται ότι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, όταν τα κράτη συνομολογούν μια συνθήκη που ορίζει σύνορα ή εδαφική κυριαρχία, ο βασικός σκοπός τους είναι να επιτύχουν σταθερότητα και τελικό καθεστώς (finality). Για τον λόγο αυτό, όταν μια συνθήκη ορίζει ένα σύνορο ή μια οριστική εδαφική διευθέτηση, αυτή η διευθέτηση αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός από μόνο του, το οποίο δεν εξαρτάται πλέον από τη συνθήκη. Ο ορισμός ενός συνόρου αποτελεί μια αυτόνομη πραγματικότητα και δημιουργεί μονιμότητα.
Αντιθέτως, τονίζεται στην επιστολή της Ελληνίδας Μονίμου Αντιπροσώπου, οι τουρκικές μονομερείς αιτιάσεις υπονομεύουν αναφανδόν την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια. Παράλληλα, τονίζεται ότι τα νησιά αυτά, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 121 - 2), έχουν δικαιώματα σε χωρικά ύδατα, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα απορρίπτει στο σύνολό τους τις σχετικές αιτιάσεις της Τουρκίας.
Η επιστολή επίσης απορρίπτει στο σύνολό τους τις τουρκικές αιτιάσεις σχετικά με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, υπογραμμίζοντας ότι οι αιτιάσεις αυτές, οι οποίες δεν στέκουν νομικά, αλλά έχουν καθαρά πολιτικά κίνητρα, τροφοδοτούν έτι περαιτέρω την αστάθεια που προκαλεί η Τουρκία με τις ενέργειές της.
Επίσης, γίνεται σαφής αναφορά στην κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας, με την επίκληση του casus belli, καθώς και τη στάθμευση έναντι των νησιών του Αιγαίου μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων. Παράλληλα επισημαίνεται η παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας με ιδιαίτερα απειλητικές ενέργειες, τόσο με τις υπερπτήσεις επί ελληνικού εδάφους όσο και με την παρενόχληση πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού και ερευνητικών σκαφών.
Η επιστολή καταλήγει λέγοντας ότι η Ελλάδα καλεί την Τουρκία να σταματήσει να αμφισβητεί την κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, να απέχει από την απειλή χρήσης βίας, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 2(4) του Χάρτη του ΟΗΕ, και να σταματήσει να πραγματοποιεί παράνομες ενέργειες, οι οποίες παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι πρακτικές αυτές, οι οποίες υποδηλώνουν ένα πνεύμα αναθεωρητισμού, βρίσκονται τελείως εκτός του βασικού πλαισίου των σχέσεων μεταξύ των κρατών, όπως ορίζει ο Χάρτης του ΟΗΕ, και αποτελούν σοβαρή απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα παραμένει πεπεισμένη ότι οι δύο χώρες μπορούν να επιλύσουν τη μοναδική τους διαφορά, ήτοι τον ορισμό της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου.