Η ελληνική οικονομία στις αρχές του 2020 βίωσε ένα ισχυρό εξωγενές σοκ, το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης Covid-19, με συνέπεια να περιέλθει απότομα σε βαθιά ύφεση. Χρειάστηκε μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική παρέμβαση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, προκειμένου να μετριαστούν οι αρνητικές κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, καθώς για μια ακόμη φορά αποδείχτηκε ότι σε περιόδους κρίσης οι οικονομίες αδυνατούν να αυτορυθμιστούν με την απαιτούμενη ταχύτητα.
Στην Ελλάδα, η πανδημία Covid-19 οδήγησε πολύ γρήγορα σε ραγδαία υποχώρηση των βασικών οικονομικών δεικτών που προσδιορίζουν την οικονομική κατάσταση των ΜμΕ, έτσι όπως αποτυπώνονται στις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Η κυβέρνηση, με σκοπό την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας στην οικονομία, έλαβε σταδιακά σειρά μέτρων στήριξης, τα οποία αποσκοπούσαν κυρίως στην ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και στη συγκράτηση της απασχόλησης. Τα μέτρα στήριξης μετρίασαν τον αρνητικό αντίκτυπο της πανδημίας. Βοήθησαν τις επιχειρήσεις να παραμείνουν «ζωντανές» και συγκράτησαν την απασχόληση. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία βρήκε τις ΜμΕ σε μια περίοδο όπου προσπαθούσαν ακόμα να ανακάμψουν από την προηγούμενη δεκαετή χρηματοπιστωτική κρίση. Καθώς η πανδημική κρίση προκάλεσε αρνητικές συνέπειες, τόσο στο σκέλος της προσφοράς όσο και στο σκέλος της ζήτησης επιβάρυνε περαιτέρω ένα σημαντικό μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα εκείνων που για μεγάλα χρονικά διαστήματα ανέστειλαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη δραστηριότητα τους.
Η εμφάνιση του πληθωρισμού, που από τα μέσα του 2021 και μετά καλπάζει -κυρίως λόγω της υπέρμετρης αύξησης των διεθνών τιμών ενέργειας και της διατάραξης των εφοδιαστικών αλυσίδων- εντάθηκε περαιτέρω λόγω των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων,δημιούργησε νέες προκλήσεις, ναρκοθετώντας τις προσδοκώμενες προοπτικές δυναμικής ανάκαμψης.
Περαιτέρω, το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά, ενώ όπως είναι επόμενο ο υψηλός πληθωρισμός απομείωσε τα πραγματικά εισοδήματα και κατ’ επέκταση την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Με βάση τη τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το κόστος ενέργειας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεωναυξήθηκεμεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5% και το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8%.
Παρόλα αυτά η κατάσταση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων φαίνεται πως έχει σταθεροποιηθεί παρουσιάζοντας και κάποια σημάδια ανάκαμψης, προφανώς λόγω του πλήρους ανοίγματος της οικονομίας, της καλής τουριστικής περιόδου και των μέτρων που έχουν ληφθεί για στήριξη της οικονομίας. Όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων μετά την καθίζηση που υπέστη το 2020 στις 20,1 μονάδες από τις 66,4 που βρισκόταν προ πανδημίας, ανήλθε στις 46,3 το πρώτο εξάμηνο του 2021, στις 52,4 το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους και ενισχύθηκε ελαφρώς στις 54,3 μονάδες το πρώτο εξάμηνο του 2022. Ωστόσο, οι προσδοκίες για το μέλλον παραμένουν χαμηλές λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί η παράλληλη εξέλιξη της υγειονομικής, ενεργειακής και γεωπολιτικής κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο η ΓΣΕΒΕΕ με το παρόν υπόμνημα σημειώνει τους βασικούς άξονες πολιτικής που θεωρεί ότι πρέπει να ακολουθηθούν ώστε η τριπλή κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη να ξεπεραστεί με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και να μην ανακοπεί η πορεία ανάκαμψης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.