Ο τρόπος εφαρμογής του νέου μέτρου, που προτείνει η ΕΕ για την υποχρεωτική περικοπή τη κατανάλωσης ηλεκτρισμού τις ώρες αιχμής δημιουργεί πολλά ερωτήματα τόσο στη βιομηχανία, όσο και στην αγορά γενικότερα.
Τα έγγραφα της Κομισιόν που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αναφέρονται σε μία υποχρεωτική περικοπή της κατανάλωσης κατά 5% τις ώρες αιχμής κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο ως και τον Μάρτιο
“Για κάθε μήνα, κάθε χώρα-μέλος θα πρέπει να προσδιορίσει τις ώρες αιχμής που αντιστοιχούν σε ένα ελάχιστο της τάξης του 10% όλων των ωρών του μήνα...
Για κάθε μήνα θα πρέπει να επιτυγχάνεται μείωση κατά τις ώρες αιχμής, όπως αυτές προσδιορίζονται τουλάχιστον κατά 5% κατά μέσον όρο ανά ώρα” αναφέρει το έγγραφο. Το μέτρο δηλαδή θα αφορά 72-74 ώρες κάθε μήνα και αν για παράδειγμα το μέγιστο της κατανάλωσης μία αιχμιακή ώρα είναι τα 8.000 MW τότε η ζήτηση θα πρέπει να μειωθεί στα 7.600 MW.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι ποιοί ακριβώς θα επωμιστούν τη μείωση της κατανάλωσης, αν θα είναι δηλαδή κατά κύριο λόγο τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή οι μεγάλες βιομηχανίες στην Υψηλή Τάση, πολλές από τις οποίες όμως αποφεύγουν να λειτουργούν στο φουλ τις ώρες αιχμής για να πετύχουν φθηνότερες χρεώσεις ρεύματος.
“Oι χώρες-μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν μέτρα που θα μειώνουν την ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10% σε σχέση με τον μέσο όρο της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρισμού κατά τους αντίστοιχους 5 μήνες (Νοέμβριος- Μάρτιος) της περιόδου αναφοράς 2017-2022’, αναφέρει επίσης το κείμενο της Επιτροπής.
Ενα βασικό ερώτημα είναι ποιές θα θεωρηθούν ως ώρες αιχμής. Για παράδειγμα, ο ΔΕΔΔΗΕ από το παρελθόν είχε ως βασικό οδηγό για τις ώρες αιχμής το χρονικό διάστημα από 10.00-13.00 και 18.00-20.00.
Από την εφαρμογή της πιο σύγχρονης μεθοδολογίας του ΑΔΜΗΕ προκύπτει ότι οι ώρες αιχμής του συστήματος καταγράφονται τις εργάσιμες ημέρες από τις 17.00 το απόγευμα ως τις 23.00 το βράδυ, ανάλογα με την χρονική περίοδο. Για παράδειγμα το τρίμηνο Ιανουαρίου -Μαρτίου 2022 οι ώρες αιχμής προσδιορίζονται από 17.00 ως 22.00 , από τον Απρίλιο ως και τον Σεπτέμβριο οι ώρες μεγίστης ζήτησης είναι μεταξύ 19.00 και 23.00 και από τον Οκτώβριο ως και τον Δεκέμβριο τοποθετούνται στο χρονικό διάστημα από 17.00 ως 22.00.
Ας σημειωθεί το ελληνικό δίκτυο δεν είναι εφοδιασμένο με τηλεμετρητές (εκτός από κάποιες ειδικές περιπτώσεις), οπότε δεν υπάρχει ακριβής καταμέτρηση των ωρών αιχμής.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η μέση ζήτηση στο 5μηνο κατά την πενταετία αναφοράς (2017-2022) έφθασε στις 21.967GWh. Η κατανάλωση το πεντάμηνο Νοεμβρίου-Μαρτίου της περιόδου 2017-18 ήταν 21.880 GWh, το 2018-19 έφθασε στις 22.590 GWh, το 2019-20 στις 21.770 GWh, το 2020-21 υποχώρησε στις 20.905 GWh και το 2021-22 αυξήθηκε στις 22.689 GWh
Μία μείωση ζήτησης 10%, μεταφράζεται σε 2.196 GWh/πεντάμηνο ή σε 440GWh τον μήνα.Καθώς κατά τις ώρες αιχμής πολλές βιομηχανίες στην Υψηλή Τάση, που είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές, μειώνουν ούτως ή άλλως την παραγωγή τους, είτε δεν λειτουργούν εκείνες τις ώρες, το βάρος των περικοπών που επιδιώκει η Ευρώπη φαίνεται ότι θα πέσει στις πλάτες των υπόλοιπων καταναλωτών, δηλαδή στα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η ΛΑΡΚΟ, που ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος βιομηχανικός καταναλωτής ρεύματος στη χώρα μας, με περίπου 1 TWh ανά έτος, -αντιστοιχεί σε περίπου 70-80 GWh/μήνα -έπαψε να λειτουργεί από τον Αύγουστο. Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή στον λιγνίτη για την ενίσχυση της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής προκειμένου να μειωθεί η κατανάλωση φυσικού αερίου, σημαίνει ταυτόχρονα και αύξηση της κατανάλωσης ρεύματος από τα ορυχεία, τα οποία επίσης είναι ενεργοβόρα.
Ας σημειωθεί ότι η βιομηχανία στην Υψηλή Τάση καταναλώνει περί τις 7.000 GWh/έτος ή 6.000 GWh χωρίς τη ΛΑΡΚΟ, δηλαδή περί τις 500GWh/μήνα, όση σχεδόν είναι η συνολική μηναία μείωση που προκύπτει με το στόχο του 10% της μείωσης κατανάλωσης ρεύματος κατά τις ώρες αιχμής.