Η ψηφιακή μετάβαση της Δικαιοσύνης μπορεί να επιφέρει πολλαπλά οφέλη, για τους πολίτες και την κοινωνία όσο και για τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Αυτό τονίζει ο ΣΕΒ στο τελευταίο Special Report με θέμα «Από τη Δικαιοσύνη 0.2 στη Δικαιοσύνη 2.0. Οι ωφέλειες, όπως σημειώνεται αρμοδίως, αναδεικνύονται από την εμπειρία ευρωπαϊκών χωρών που έχουν ήδη προχωρήσει σε σημαντικά βήματα τεχνολογικού μετασχηματισμού.
Ενδεικτικά, η εμπειρία άλλων χωρών της ΕΕ που βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο δείχνει ότι η επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων μπορεί να ολοκληρώνεται μέσα σε έξι μήνες, καθώς η δυνατότητα ψηφιακής επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων συντομεύει τους χρόνους τόσο των προπαρασκευαστικών σταδίων, όσο και της δικαστικής διαδικασίας. Η μείωση των έγχαρτων διαδικασιών και της γραφειοκρατίας αποδεσμεύει, εξ άλλου, πόρους, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν σε άλλες κρίσιμες ανάγκες του συστήματος Δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, κατά τον ΣΕΒ, τα οφέλη της ψηφιακής δικαιοσύνης είναι τα εξής:
-Μειωμένοι χρόνοι και κόστη απόδοσης Δικαιοσύνης: Χώρες που έχουν κάνει βήματα τεχνολογικού μετασχηματισμού, επιλύουν αστικές και εμπορικές υποθέσεις σε διάστημα μικρότερο των 6 μηνών.
-Περιορισμός μετακινήσεων: Η διασυνδεσιμότητα μειώνει την ανάγκη φυσικής παρουσίας των διαδίκων, και συντομεύει τους χρόνους της προπαρασκευαστικής αλλά και της δικαστικής διαδικασίας.
-Πιο παραγωγική αξιοποίηση των πόρων, αποδεσμεύοντας σημαντικό αριθμό λειτουργών για άλλες κρίσιμες ανάγκες του συστήματος Δικαιοσύνης.
-Απλοποίηση / επιτάχυνση συνδεδεμένων δημόσιων υπηρεσιών, με πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για τη Δημόσια Διοίκηση: ψηφιοποίηση συνδεδεμένων μητρώων (π.χ. ΓΕΜΗ, μητρώα αφερεγγυότητας), διεύρυνση χρήσης ψηφιακών συστημάτων διαχείρισης φακέλων, ασφάλεια δεδομένων, κ.ά.
-Αποτελεσματικότερη απόδοση δικαιοσύνης σε διασυνοριακές διαφορές, επιτρέποντας την αξιοποίηση μηχανισμών όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Σε ότι αφορά, τη σημασία της ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης, το Special Report του Συνδέσμου καταγράφει ότι:
«Η ταχύτητα και η ποιότητα της απονομής Δικαιοσύνης συνδέονται τόσο με την ασφάλεια δικαίου, πολιτών και επιχειρήσεων, όσο και με τη συνολική ποιότητα του επιχειρηματικού, και κοινωνικού, περιβάλλοντος. Αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων και για την ενίσχυση της σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στο σύνολο και τη δημόσια διοίκηση. Επίσης, η καθυστέρηση των δικαστικών αποφάσεων, παρατείνει την αβεβαιότητα, αυξάνει το ρίσκο για τους επενδυτές, και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για επενδύσεις. Η εμπειρία από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, δείχνει πως η ψηφιακή μετάβαση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης αποτελεί καταλυτικό βελτιωτικό παράγοντα για τη μείωση του χρόνου, τη διαφάνεια, και, άρα, για την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς».
Υπογραμμίζεται, τέλος, πως στην Ελλάδα, ο χρόνος οριστικής επίλυσης μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνά τα 4,5 χρόνια (στοιχεία 2020). Το γεγονός ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο χρόνο στην ΕΕ27 (υπερδιπλάσιο της Πορτογαλίας και της Σλοβακίας, που έχουν επιταχύνει σημαντικά την ψηφιοποίηση των συστημάτων και προσεγγίζουν πλέον τον ευρωπαϊκό μ.ό.) δυσχεραίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις στην καθημερινότητά τους, αλλά και την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η επιτάχυνση και η διεύρυνση της ψηφιοποίησης των διεπαφών του δικαστικού συστήματος μπορούν να απελευθερώσουν πόρους τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε γραφειοκρατικές διαδικασίες.