Σε μόνιμο πλήγμα στην ευρωπαική οικονομία είναι πιθανό να οδηγήσει η ενεργειακή κρίση, εκτιμά η Goldman Sachs. Η αντικατάσταση του φυσικού αερίου με άλλες μορφές ενέργειας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο δυνητικής παραγωγής, μειώνοντας σχεδόν στο μισό την αρχική ζημιά, ωστόσο η επικείμενη ύφεση στην Ευρώπη και η πιθανή συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα θα μπορούσαν να επηρεάσουν επίσης τη δυνητική ανάπτυξη, προειδοποιεί η αμερικάνικη τράπεζα.
Συνεπώς, οι προκλήσεις για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές των οικονομιών των χωρών της περιοχής παραμένουν αυξημένες, αλλά επίσης δίνουν στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής μια ώθηση να ανασυνθέσουν το ενεργειακό τους μείγμα, να πραγματοποιήσουν επενδύσεις και να περάσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η Goldman Sachs σε νέα της έκθεση, με το "πάγωμα" των ροών του Nord Stream 1 τον Ιούλιο και τα αποθέματα φυσικού αερίου γεμάτα με LNG, η ευρωζώνη ξεκινά τον πρώτο χειμώνα της χωρίς σημαντικές ροές ρωσικού φυσικού αερίου. Σε αντίθεση με την πανδημία της Covid-19 -όπου η Goldman ανέμενε ταχεία επιστροφή της οικονομικής δραστηριότητας στη μακροπρόθεσμη τάση της- η μεσοπρόθεσμη προοπτική αυτήν τη φορά φαίνεται πιο δύσκολη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, η κρίση στην ενέργεια θα επιφέρει μόνιμο χτύπημα 2,75% στο επίπεδο της παραγωγής της ζώνης του ευρώ, κάτι που η αμερικάνικη τράπεζα δεν ανέμενε ότι θα κάνει η πανδημία.
Goldman Sachs: Η ενεργειακή κρίση θα αφήσει μόνιμο "πλήγμα" στις οικονομίες της Ευρώπης
Η εκτίμηση της μόνιμης απώλειας στην παραγωγική ικανότητα που προκύπτει από την απώλεια των ροών μίας μορφής ενέργειας δεν είναι εύκολη, σημειώνει η Goldman. Ξεκινά με ένα απλό πλαίσιο για να υπολογίσει τις επιπτώσεις της χαμηλότερης παροχής αερίου στην παραγωγή. Ενώ η χαμηλότερη παροχή φυσικού αερίου συνεπάγεται σημαντικό πλήγμα στη δυνητική παραγωγή, τα οικονομικά μοντέλα της Goldman Sachs υποδηλώνουν επίσης ότι μια οικονομία μπορεί να μειώσει αυτό το κόστος, αντικαθιστώντας το φυσικό αέριο ως εισροή στην παραγωγή. Επιπλέον, ακαδημαϊκές μελέτες δείχνουν ότι η ικανότητα υποκατάστασης μιας πηγής ενέργειας τείνει να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου.
Βέβαια, όπως σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα, το "χτύπημα" εξαρτάται από την εξάρτηση μίας οικονομίας από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου. Χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ολλανδία έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο και άρα θα έχουν το μεγαλύτερο μόνιμο πλήγμα, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ισπανία και η Γαλλία που έχουν μικρή εξάρτηση και έτσι το πλήγμα στην παραγωγή θα είναι σαφώς μικρότερο. Σε μέσο όρο πάντως, το φυσικό αέριο καταλαμβάνει το 22% του ενεργειακού μείγματος της βιομηχανικής παραγωγής της ευρωζώνης, ενώ το 2021 η περιοχή εισήγαγε το 30% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία.
Στη συνέχεια, η Goldman στρέφεται σε μια εμπειρική άσκηση για να μετρήσει τον βαθμό στον οποίο η υποκατάσταση μπορεί να μετριάσει τον αντίκτυπο της χαμηλότερης κατανάλωσης φυσικού αερίου στη βιομηχανική παραγωγή. Για να το κάνει αυτό, χρησιμοποίησε ένα μεγάλο σύνολο δεδομένων που τεκμηριώνει την κατανάλωση φυσικού αερίου και την αξία παραγωγής βιομηχανικών τομέων για μια ομάδα χωρών της ζώνης του ευρώ από το 1995.
Όπως παρατήρησε, υπήρξε ένα "επεισόδιο" υποκατάστασης του φυσικού αερίου στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Καθώς η τιμή του φυσικού αερίου σχεδόν διπλασιάστηκε σε σχέση με άλλες τιμές ενέργειας, το μερίδιο του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται στη βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε από 25% σε 20% σε διάστημα 4 ετών. Κατά συνέπεια, η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής αποσυνδέθηκε από την αύξηση της κατανάλωσης αερίου.
Εξετάζοντας σε ποιο βαθμό η υποκατάσταση μπορεί να μετριάσει τον αντίκτυπο της χαμηλότερης κατανάλωσης αερίου στη βιομηχανική παραγωγή, η Goldman Sachs διαπίστωσε ότι το μόνιμο κόστος παραγωγής από τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου χωρίς υποκατάσταση μπορεί να μειωθεί κατά το ήμισυ εάν υπάρξει υποκατάσταση με άλλες πηγές ενέργειας. Οι εκτιμήσεις της συνάδουν με ένα "χτύπημα" 2,7% και 1,2% στη βιομηχανική παραγωγή αντίστοιχα, δηλαδή σε περίπτωση μη αντικατάστασης και αντικατάστασης του φυσικού αερίου, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως "δείκτης" για το μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο πλήγμα στην παραγωγική ικανότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs.