Το «μαύρο μούρο» ήταν κάποτε στην κορυφή της αγοράς smartphone στις ΗΠΑ. Το 2010, σχεδόν οι μισοί συνδρομητές smartphone στις ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν BlackBerrys, σύμφωνα με την Comscore.
Τα τηλέφωνα ήταν γνωστά για το απτικό πληκτρολόγιο και για την προηγμένη ασφάλεια του BlackBerry στον κυβερνοχώρο, συχνά τα «πριμοδοτούσαν» επιχειρήσεις και κυβερνήσεις.
Αλλά, από την ώρα που τα τηλέφωνά της τα εγκατέλειψαν πια οι χρήστες, η BlackBerry άλλαξε πορεία, παίρνοντας μαζί της μερικούς από τους ακρογωνιαίους λίθους της επιχείρησης.
«Μετά από μερικά χρόνια, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν θα ανεβάσουμε ποτέ ξανά την ένταση του ενδιαφέροντος, κερδίζοντας το παιχνίδι των πωλήσεων», δήλωσε ο Τζον Τσεν, Διευθύνων Σύμβουλος της BlackBerry. «'Eτσι, κάναμε αυτή την κομβική στροφή προς μια εταιρεία λογισμικού και μόνο, οπότε επικεντρωθήκαμε στην ασφάλεια, στον κυβερνoχώρο και τα συναφή».
Και, ενώ σταμάτησε να κατασκευάζει τηλέφωνα, η εταιρία δεν απομακρύνθηκε πολύ από τη βιομηχανία.
«Προς το παρόν, η BlackBerry έχει δύο κύριες επιχειρηματικές μονάδες, μια επιχειρηματική μονάδα κυβερνοασφάλειας και μια επιχειρηματική μονάδα IoT εντός της επιχειρηματικής μονάδας ασφάλειας στον κυβερνοχώρο», δήλωσε ο Τσαρλς Ίγκεν, επικεφαλής τεχνολογίας της BlackBerry.
Η μονάδα κυβερνοασφάλειας εστιάζει στην ασφάλεια εφαρμογών smartphone και ιστότοπων mobile banking. Η μονάδα ΙοΤ εστιάζει στην επικοινωνία της τεχνολογίας μέσα σε συνδεδεμένα και αυτόνομα αυτοκίνητα.
«Τώρα, έχουμε τη μερίδα του λέοντος του ενσωματωμένου λογισμικού στα περισσότερα αυτοκίνητα», είπε ο Τσεν.
Η τεχνολογία του BlackBerry βρίσκεται σε, περίπου, 215 εκατομμύρια αυτοκίνητα και αυτή η πλευρά του συνεχίζει να αναπτύσσεται, σύμφωνα με την εταιρεία.
«Αν κοιτάξουμε την ίδια την πορεία του κλάδου, η προσδοκία μας είναι ότι η βιομηχανία λογισμικού αυτοκινήτων θα τριπλασιαστεί σε μέγεθος από το 2020 έως το 2030», δήλωσε ο Λουκ Τζανκ, ανώτερος αναλυτής της Baird.
Ωστόσο, η BlackBerry αντιμετωπίζει ανταγωνισμό στον κλάδο της κυβερνοασφάλειας -το 2021 τα έσοδά της από την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο ήταν 500 εκατομμύρια δολάρια.
«Πιστεύω ότι η εταιρεία μπορεί να πέσει λίγο πιο κάτω σε σχέση με το παρελθόν, αλλά, θα βρεθεί σε πιο βιώσιμη τροχιά ανάπτυξης και δυνητικά θα ζήσει ένα πιο κερδοφόρο μέλλον, σε ποσοστιαία βάση», εκτίμησε ο Τζανκ.