Την προηγούμενη Τρίτη (21/2) στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διεξήχθη η πρώτη ακρόαση των διαδίκων στην υπόθεση "Gonzalez εναντίον Google”, το αποτέλεσμα της οποίας θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει θεμελιωδώς την ελευθερία του λόγου στο Διαδίκτυο.
Η δικαστική διαμάχη εστιάζει στο αν πρέπει να καταργηθεί το Άρθρο 230 της αμερικανικής νομοθεσίας. Το συγκεκριμένο Άρθρο έχει προστατεύσει τους κολοσσούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από σειρά ελέγχων όσον αφορά τις πολιτικές ελέγχου του περιεχομένου τους.
Αλλά καθώς η διαμάχη γύρω από τις Big Tech και τον έλεγχο του περιεχομένου τους χτυπάει κόκκινο, με αμφότερες τις πλευρές να ζητούν μεταρρυθμίσεις, στο προσκήνιο έρχεται το θέμα για το μέλλον της ελευθερίας του λόγου στο Διαδίκτυο.
Το ιστορικό της αγωγής
Η αγωγή "Gonzalez εναντίον Google” στηρίζεται σε μια τρομοκρατική επίθεση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Τον Νοέμβριο του 2015, μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης ISIS άνοιξε πυρ στο Παρίσι, σκοτώνοντας 130 ανθρώπους. Η 23χρονη Αμερικανίδα φοιτήτρια Nohemi Gonzalez, που βρισκόταν στη γαλλική πρωτεύουσα στο πλαίσιο προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών, ήταν ένα από τα θύματα της επίθεσης.
Οι ενάγοντες, η μητέρα της Nohemi, Beatriz Gonzalez, και ο πατριός της Jose Hernandez, υποστηρίζουν ότι η Google (ως μητρική εταιρεία του YouTube) συνέδραμε και ενθάρρυνε τη δράση του ISIS προωθώντας όλο και πιο ακραία βίντεο σε χρήστες του μέσου κοινωνικής δικτύωσης που ενδιαφέρονταν για την τρομοκρατική οργάνωση, κατά παράβαση του Αντιτρομοκρατικού Νόμου.
Την επόμενη ημέρα, διεξήχθη επίσης στο Ανώτατο Δικαστήριο η ακρόαση μιας παρόμοιας υπόθεσης, με διαφορετικό όμως ζητούμενο. Ο Nawras Alassaf ήταν ένα από τα 39 θύματα που άφησε πίσω του ένας ένοπλος, μέλος του Ισλαμικού Κράτους, που άνοιξε πυρ σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης στην Κωνσταντινούπολη το 2017.
Η οικογένεια του Nawras έχει καταθέσει μήνυση κατά του Twitter, της Google και του Facebook γιατί δεν προσπάθησαν αρκετά να μπλοκάρουν τη διάχυση του εξτρεμισμού, μέσω περιορισμών στη διάδοση περιεχομένου. Το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να εξετάσει εάν οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες με βάση τον Αντιτρομοκρατικό Νόμο.
Εντείνεται ο έλεγχος
Οι δύο υποθέσεις, εν τω μεταξύ, έρχονται σε μια στιγμή που οι εταιρείες τεχνολογίας βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξανόμενους ελέγχους από όλες τις πλευρές.
Πρόσφατα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ ξεκίνησε δύο υποθέσεις αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας κατά δύο τεχνολογικών κολοσσών, της Microsoft και της Google. Η πρώτη αφορούσε την εξαγορά του στούντιο παιχνιδιών Activision από τη Microsoft και η δεύτερη τον εξαναγκασμό της Google να εκχωρήσει μέρος της διαφημιστικής της δραστηριότητας. Και οι δύο υποθέσεις είναι υπό εξέλιξη.
Οι δε πολιτικοί έχουν αυξήσει ακόμη περισσότερο την πίεση. Ο Αμερικανός πρόεδρος Joe Biden σε άρθρο του στη Wall Street Journal ανέφερε ότι οι ΗΠΑ υστερούν έναντι χωρών στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο, σημειώνοντας η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει τους Νόμους για τις Ψηφιακές Αγορές και τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο προωθεί νομοσχέδιο για τις Ψηφιακές Αγορές, τον Ανταγωνισμό και τους Καταναλωτές.
Οι Big Tech ξέρουν ότι η αυστηροποίηση της νομοθεσίας είναι προ των πυλών, αλλά συνεχίζουν να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ μπορεί να αποτελέσουν το έναυσμα για να ξεκινήσει ένα ντόμινο που θα ανατρέψει την ευνοϊκή αντιμετώπιση των τεχνολογικών εταιρειών από το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Τι προβλέπει το Άρθρο 230
Όπως προαναφέρθηκε, το διακύβευμα στην υπόθεση "Gonzalez εναντίον Google” είναι εάν θα πρέπει να καταργηθεί ή όχι το Άρθρο 230. Τι προβλέπει όμως το συγκεκριμένο άρθρο;
Στη δεκαετία του 1990, οι εταιρείες CompuServe και Prodigy δέχθηκαν αμφότερες μηνύσεις σχετικά με το περιεχόμενο στα διαδικτυακά τους φόρα. Η απόφαση για την τελευταία ήταν καταδικαστική καθώς επέλεξε να περιορίσει το περιεχόμενό της· ο δικαστής έκρινε ότι η Prodigy "είναι περισσότερο εφημερίδα παρά περίπτερο”.
Πριν από 30 χρόνια, όταν το Διαδίκτυο ήταν ακόμη ένας εκκολαπτόμενος κλάδος που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο, οι πολιτικοί ανησυχούσαν για τον αντίκτυπο της απόφασης. Στα μάτια τους, εάν οι διαδικτυακές εταιρείες δεν έθεταν περιορισμούς όσον αφορά το περιεχόμενο, τότε θα μπορούσαν να συμβούν τραγικά πράγματα. Έτσι, προέκυψε η θέσπιση του Άρθρου 230.
Πολλές εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν στηριχθεί στο συγκεκριμένο Άρθρο του Νόμου περί Ήθους των Επικοινωνιών του 1996 από τα πρώτα τους βήματα. Το συγκεκριμένο άρθρο ορίζει ότι οι εταιρείες που φιλοξενούν περιεχόμενο τρίτων, όπως κριτικές ή κακοήθη σχόλια για πρόσωπα, δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για το εν λόγω περιεχόμενο.
Στον κόσμο των εκδόσεων, οι νόμοι περί συκοφαντίας εμποδίζουν τις εφημερίδες και τα περιοδικά να γράφουν ότι τους αρέσει για κάποιο άτομο. Αλλά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όλα θεωρούνται "έντιμα” χάρη στο Άρθρο 230.
Πλέον, όμως, καταγράφεται μια διακομματική διάθεση για τη μεταρρύθμιση του Άρθρου 230, αν και η οπτική γωνία Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών διαφέρει. Οι Ρεπουμπλικανοί υποστηρίζουν ότι ενθαρρύνει τη λογοκρισία στο διαδίκτυο, ενώ οι Δημοκρατική σημειώνουν ότι επιτρέπει τη διάδοση της ρητορικής μίσους και της παραπληροφόρησης.
Ο Donald Trump ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να αντιμετωπίσει το ζήτημα το 2020, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε. Δύο χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος Biden εξέφρασε ανάλογη πρόθεση. "Καλώ το Κογκρέσο να άρει την ειδική ασυλία για τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να επιβάλει πολύ αυστηρότερους κανόνες διαφάνειας για όλες τους”, δήλωσε.
Τι απαντούν οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Big Tech δεν βλέπουν με καλό μάτι το ενδεχόμενο κατάργησης του νόμου που προασπίζεται τα οικοσυστήματά τους.
Πολλές τεχνολογικές πλατφόρμες, όπως η Meta, το Twitter, η Reddit και η Wikipedia, έχουν υποστηρίζει ότι η μεταρρύθμιση του Άρθρου 230 θα είναι καταστροφική. Ο νέος διευθύνων σύμβουλος του YouTube, Neal Mohan, προειδοποίησε ότι "το Άρθρο 230 υποστηρίζει πολλές πτυχές του ανοικτού διαδικτύου”.
Η Google, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αντιδικίας, δήλωσε ότι το Διαδίκτυο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα "αποδιοργανωμένο χάος και ναρκοπέδιο δικαστικών αγωγών”. Σε κατάθεσή της, η εταιρεία προέτρεψε τους δικαστές να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις μιας τέτοιας μεταρρύθμισης. "Αυτό το δικαστήριο δεν πρέπει να υπονομεύσει ένα βασικό δομικό στοιχείο του σύγχρονου Διαδικτύου”, επεσήμαναν οι δικηγόροι της Google.
Τα επιχειρήματα των τεχνολογικών κολοσσών ποικίλλουν. Προειδοποιούν ότι χωρίς την "ασπίδα” του Άρθρου 230 ο περιορισμός περιεχομένου θα μπορούσε να πλήξει από τις προσλήψεις προσωπικού έως και τις προτάσεις για εστιατόρια ή εμπορεύματα.
Εκ πρώτης όψεως, η σχετική απόφαση δεν μοιάζει δύσκολη. Οποιαδήποτε ενέργεια βελτιώνει την υπευθυνότητα των Big Tech όσον αφορά τις πολιτικές εποπτείας του περιεχομένου τους θα πρέπει να ληφθεί, σωστά; Δυστυχώς, δεν είναι τόσο απλό.
Πώς θα μπορούσε η υπόθεση της Google να αλλάξει το διαδίκτυο
Άλλωστε, δεν έχουν πειστεί όλοι ότι η κατάργηση του Άρθρου 230 και η αντικατάστασή του με ένα άλλο, με διαφορετική διατύπωση, είναι η βέλτιστη επιλογή.
Εάν η δικαστική απόφαση είναι υπέρ της οικογένειας Gonzalez, είναι πιθανό να ανοίξει ο "ασκός του Αιόλου” με τις δικαστικές αγωγές κατά των εταιρειών τεχνολογίας. Και θα μπορούσαν να περάσουν χρόνια με τις νομικές διαμάχες να βαλτώνουν έως ότου το Κογκρέσο συμφωνήσει σε μια νέα προσέγγιση.
Εάν η υπόθεση κλείσει υπέρ της οικογένειας Gonzales, οι ακτιβιστές για την ελευθερία του λόγου ACLU επισημαίνουν ότι οι πλατφόρμες ενδεχομένως να λογοκρίνουν πλέον και το νόμιμο περιεχόμενο. "Το Άρθρο 230 ορίζει την κουλτούρα του Διαδικτύου όπως την ξέρουμε”, ανέφερε ένας εκπρόσωπός τους. Εμπειρογνώμονες του Κέντρου Πολιτικής στον Κυβερνοχώρο του πανεπιστημίου Stanford συμφωνούν.
Ωστόσο, ορισμένα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου θεωρούν ότι η κατάργηση του άρθρου είναι απολύτως απαραίτητη. Ο Clarence Thomas, ένας από τους πλέον συντηρητικούς δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγραψε σε υπόμνημά του το 2020 ότι η απώλεια της ασυλίας των τεχνολογικών κολοσσών δεν θα σήμαινε την εξάλειψή τους.
"Η άρση της ευρείας ασυλίας που ερμηνεύουν τα δικαστήρια στο Άρθρο 230 δεν θα καθιστούσε απαραίτητα τους κατηγορούμενους υπεύθυνους για ανάρμοστη χρήση του διαδικτύου. Απλώς θα έδινε στους ενάγοντες την ευκαιρία να εγείρουν αρχικά αξιώσεις. Οι ενάγοντες θα πρέπει και πάλι να αποδείξουν την ουσία των ισχυρισμών τους, ενώ ορισμένες αξιώσεις αναμφίβολα θα απορριφθούν”, έγραψε ο Thomas.
Εν κατακλείδι
Το Διαδίκτυο -και η ίδια η κουλτούρα του Διαδικτύου- έχει εξελιχθεί πολύ περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις του Άρθρου 230. Η απάντηση πιθανότατα βρίσκεται κάπου μεταξύ της συνολικής κατάργησης του Άρθρου και της διατήρησης του ως έχει, αλλά μπορεί να περάσουν χρόνια μέχρι να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός.
Είτε τους αρέσει, είτε όχι, οι κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας βρίσκονται εμπρός σε μεγάλες αλλαγές.