Συγκρατημένη στάση έναντι των μετοχών των ελληνικών τραπεζών διατηρεί το τμήμα αναλύσεων της Eurobank Equities, τονίζοντας ότι η αβεβαιότητα τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο έχει επιδράσει αρνητικά στην πορεία του κλάδου από την αρχή του έτους έως και σήμερα.
Απόδειξη αυτής της αρνητικής πορείας είναι ότι ο τραπεζικός δείκτης έχει υποχωρήσει από την αρχή του έτους (έως και τις 26 Μαΐου) κατά 33%, ενώ ο Γενικός Δείκτης στο ίδιο διάστημα έχει αποδυναμωθεί μόλις κατά 0,4%.
Τα οικονομικά μεγέθη α' τριμήνου θα είναι αυτά που θα αποτυπώσουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και μάλιστα σε μία περίοδο που οι οικονομικές προοπτικές έχουν αποδυναμωθεί με ισχυρό τέμπο.
Επιπρόσθετα στο report τονίζεται ότι έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ εκτιμάται ότι στα αποτελέσματα α' τριμήνου θα αποτυπωθούν οι πιέσεις στα κέρδη, αλλά και σημαντική ενίσχυση των προβλέψεων.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω οι αναλυτές της Eurobank προχωρούν σε αναπροσαρμογή των εκτιμήσεών τους για τις ελληνικές τράπεζες, διατηρώντας μία πιο προσεκτική προσέγγιση, τάση που αποτυπώνεται στην υποβάθμιση των εκτιμήσεών τους για τα έσοδα αλλά και στην αναβάθμιση της εκτίμησης για το κόστος του ρίσκου, το οποίο αυτή τη στιγμή αγγίζει τις 200 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο, έναντι 140 μονάδων βάσης που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση.
Οι αναλυτές της Eurobank προχωρούν σε υποβάθμιση της σύστασής τους για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας σε «hold» από «buy» που ήταν πριν, θέτοντας ως τιμή στόχο τα 1,75 ευρώ (από 2,55 που ήταν η προηγούμενη τιμή-στόχος).
Αντίθετα διατηρούν τη σύσταση «hold» τόσο για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς όσο και γι' αυτήν της Alpha Bank. Σε ό,τι αφορά τις τιμές-στόχους, για την Τράπεζα Πειραιώς αυτή τοποθετείται στα 0,67 ευρώ (από 1,19 ευρώ πριν) και για την Alpha Bank στα 0,43 ευρώ (από 0,57 ευρώ πριν).
Στο report υπογραμμίζεται ακόμη ότι σε περίπτωση που υπάρξει μία μεσοπρόθεσμη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών, οι προοπτικές των τραπεζών θα καταστούν περισσότερο ξεκάθαρες, καθώς θα υπάρξει σταδιακή βελτίωση του οικονομικού κλίματος, των προοπτικών αλλά και της ρευστότητας.