To εμπάργκο της Δύσης στο ρωσικό πετρέλαιο αναμορφώνει τον ναυτιλιακό χάρτη και αυξάνει το μεταφορικό κόστος όπως και …τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει σχετικό άρθρο του Reuters, επισημαίνοντας ότι οι προμηθευτές καυσίμων παγκοσμίως στρέφονται σε μεγαλύτερες και πιο δαπανηρές διαδρομές μεταφοράς ντίζελ και άλλων προϊόντων, καθώς οι κυρώσεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας έχουν αναδιατάξει τα παγκόσμια πρότυπα μεταφοράς ενέργειας.
Σύμφωνα με ναυτιλιακές πηγές, δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν καθαρά προϊόντα πετρελαίου, όπως βενζίνη, ντίζελ, αεροπορικά καύσιμα και νάφθα ταξιδεύουν από 16 ως 18 ημέρες για να παραδώσουν φορτία στη Βραζιλία , αντί για τις 4-6 ημέρες, που παραδοσιακά έκανε ένα φορτίο για να φθάσει από τη Ρωσία σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι.
Η απαγόρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εισαγωγή ρωσικών καυσίμων άρχισε να εφαρμόζεται στις 5 Φεβρουαρίου. Πρόκειται για μέτρο που έρχεται να προστεθεί στη διακοπή από τα τέλη του 2022 των πωλήσεων ρωσικού αργού στην ΕΕ, καθώς και στην επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου.
Από την έναρξη της τελευταίας απαγόρευσης, ο δείκτης Clean Tanker που δημοσιεύει το Baltic Exchange, έχει υπερδιπλασιαστεί. Ο συγκεκριμένος δείκτης μετρά τους μέσους ναύλους για καύσιμα ναυτιλίας, όπως η βενζίνη και το ντίζελ σε μερικές από τις πιο κοινές παγκόσμιες διαδρομές,
Ο επανασχεδιασμός του ναυτιλιακού χάρτη υπογραμμίζει τα αρνητικά αποτελέσματα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που επέβαλαν οι χώρες της Δύσης μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Οι παρενέργειες των μέτρων αυτών ενισχύουν την ανασφάλεια εφοδιασμού και ανεβάζουν τις τιμές των καυσίμων, ακόμη και όταν οι δυτικές κυβερνήσεις ανησυχούν για τον πληθωρισμό και τον κίνδυνο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.
«Όχι μόνο τα ταξίδια είναι πολύ μεγαλύτερα, αλλά και η συμπεριφορά των πλοίων έχει επίσης αλλάξει, εμποδίζοντας τα πλοία να δραστηριοποιούνται σε άλλες αγορές CPP (καθαρών προϊόντων πετρελαίου)», έγραψε σε σημείωμα στις 31 Μαρτίου ο Dylan Simpson, αναλυτής εμπορευμάτων στην εταιρεία αναλύσεων πετρελαίου Vortexa.
Τα ρωσικά φορτία καυσίμων κατευθύνονται σε αγοραστές σε τρίτες χώρες, στη Βραζιλία, την Τουρκία, τη Νιγηρία και το Μαρόκο, καθώς η Μόσχα αντισταθμίζει την απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς με άλλους προορισμούς, τις περισσότερες φορές πολύ πιο μακρινούς. Αντίστοιχα, η Ευρώπη εισάγει περισσότερα καύσιμα όπως το ντίζελ από την Ασία και τη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με στοιχεία ναυτιλίας από το Refinitiv και το Kpler, που επικαλείται το Reuters.
Τα ασιατικά φορτία, με τη σειρά τους, εκτοπίζονται από ρωσικά καύσιμα στην Αφρική και την ανατολική Μεσόγειο και ανακατευθύνονται στον κόμβο ανάμειξης της Σιγκαπούρης για προσωρινή αποθήκευση, δήλωσαν δύο πηγές διυλιστηρίων της βορειοανατολικής Ασίας.
Οι Eυρωπαίοι εισαγωγείς, που προ του πολέμου στην Ουκρανία παραλάμβαναν στην Αμβέρσα τα ρωσικά φορτία νάφθας σε τέσσερις ημέρες, τώρα πρέπει να περιμένουν 18 ημέρες για εναλλακτικές προμήθειες από τις ΗΠΑ..
Οι ΗΠΑ έχουν αναδειχθεί κορυφαίος προμηθευτής βαριάς νάφθας στην Ευρώπη, αφού το 2022 κατέλαβαν την πρώτη θέση ως ο προμηθευτής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) της Ευρώπης. Η Ομάδα των Επτά ισχυρότερων χωρών (G-7) , η ΕΕ και η Αυστραλία έχουν θέσει πλαφόν στις τιμές της ρωσικής νάφθας στα 45 δολάρια το βαρέλι και αντίστοιχα στο ρωσικό ντίζελ και τη βενζίνη στα 100 δολάρια το βαρέλι για εισαγωγές μέσω εμπορικών συναλλαγών που χρησιμοποιούν δυτικά πλοία και δυτικές ασφαλιστικές εταιρίες. Εν τω μεταξύ, η Βραζιλία, παραδοσιακά εισαγωγέας νάφθας από τις ΗΠΑ, αυξάνει τις προμήθειές της από τη Ρωσία σε πιο ελκυστικές τιμές.
Το ταξίδι από τη Ρωσία στη Βραζιλία μπορεί να διαρκέσει 18 ημέρες ή περισσότερες και, με έως και 7 εκατομμύρια δολάρια ανά ταξίδι, το κόστος είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό μιας αποστολής από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με ναυλωτές πλοίων.
Η Βραζιλία έλαβε περίπου 240.000 τόνους ρωσικού ντίζελ και πετρελαίου τις πρώτες τρεις εβδομάδες του Μαρτίου, ποσότητες που αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο των βραζιλιάνικων εισαγωγών. Το Φεβρουάριο το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές καυσίμων της Βραζιλίας ήταν 12% και λιγότερο από 1% πέρυσι, δήλωσε ο Benedict George, επικεφαλής της τιμολόγησης ντίζελ, της εταιρίας Argus.
«Μέχρι τον Φεβρουάριο, η Ευρώπη παρέμενε η πρωταρχική αγορά της Ρωσίας για εξαγωγές διυλισμένων προϊόντων, ωστόσο, μέσα σε ένα μήνα, παρατηρήθηκε μια σημαντική στροφή», ανέφερε σε πρόσφατη έκθεσή η μεσιτική εταιρία δεξαμενοπλοίων E A Gibson.
Μετρημένα σε μίλια φορτίου ( η ποσότητα φορτίου σε μετρικούς τόνους επί την απόσταση που διανύθηκε σε ναυτικά μίλια, MT-NM), η ποσότητα των αποστολών ρωσικών προϊόντων πετρελαίου προς τη Σαουδική Αραβία τον Μάρτιο εκτινάχθηκε στα 1,75 δισεκατομμύρια MT-NM από 31 εκατομμύρια MT-NM τον Νοέμβριο, ενώ οι αποστολές προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ήταν 4,43 δισεκατομμύρια MT-NM από 2,85 δισεκατομμύρια MT-NM τον Νοέμβριο, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας αποτίμησης VesselsValue.
Αντίστοιχα οι εισαγωγές ρωσικών καυσίμων στη Βραζιλία τον Μάρτιο αυξήθηκαν σε 3,07 δισεκατομμύρια MT-NΜ από 941 εκατομμύρια MT-NM τον Νοέμβριο, Οι αποστολές από τη Ρωσία στη Νιγηρία αυξήθηκαν σε 1,88 δισεκατομμύρια MT-NM τον Μάρτιο από μηδέν τον Νοέμβριο, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ίδιας εταιρίας, ενώ τα ρωσικά καθαρά προϊόντα που αποστέλλονται στο Τόγκο έφτασαν τα 973 εκατομμύρια MT-NM, από μηδέν τον Νοέμβριο.
Σε όρους όγκου, οι εξαγωγές προϊόντων πετρελαίου από τη Ρωσία στη Βραζιλία ανήλθαν σε περίπου 284.000 μετρικούς τόνους τον Φεβρουάριο, έναντι 73.300 τόνων τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με στοιχεία της VesselsValue. Αντίθετα, οι ρωσικές εξαγωγές προς την Ολλανδία μειώθηκαν στους 238.200 τόνους τον Φεβρουάριο από 1,15 εκατ. τόνους τον Σεπτέμβριο.
Η ανακατάταξη των προορισμών, με τις μεγαλύτερες αποστάσεις που πρέπει να διανύσουν τα ρωσικά προϊόντα για φθάσουν σε μία εναλλακτική αγορά, συνοδεύεται με υψηλότερο κόστος για τα ρωσικά προϊόντα, σε σχέση με το κόστος για τη μεταφορά τους από τη Ρωσία στην Ευρώπη. Μεγαλύτερο όμως είναι και το μεταφορικό κόστος που πληρώνει η Ευρώπη για φορτία που έρχονται από μακρινές αγορές, προκειμένου να αντικαταστήσουν τα ρωσικά καύσιμα.
Πέραν του οικονομικού κόστους, υψηλό είναι και το περιβαλλοντικό κόστος. Με βάση τα δεδομένα πριν από την πανδημία, μια αύξηση 10% στα χιλιόμετρα για όλα τα δεξαμενόπλοια που ταξιδεύουν από και προς τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο θα αύξανε τις εκπομπές κατά περίπου 1,5 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, ίσο με τις εκπομπές περίπου 750.000 αυτοκινήτων ετησίως στην Ευρώπη, ανέφερε αναλυτής του think tank Transport & Environment στις Βρυξέλλες.