Με «παγωμένο» πρόσωπο με μπλε κοστούμι και κόκκινη γραβάτα, ο Ντόναλντ Τραμπ κάθισε, την Τρίτη πλαισιωμένος από δικηγόρους υπεράσπισης σε αίθουσα δικαστηρίου αντιμετωπίζοντας ποινικές διώξεις, για δεύτερη φορά από τότε που άφησε την εξουσία.
Ο πρώην πρόεδρος άκουγε συνοφρυωμένος, ενώ οι εισαγγελείς τον κατηγόρησαν ότι κατείχε αθέμιτα και απόκρυψε απόρρητα έγγραφα. Είναι η πρώτη φορά που ένας πρώην πρόεδρος αντιμετωπίζει ομοσπονδιακές ποινικές κατηγορίες. Δεν επιτρέπονταν κάμερες, τηλέφωνα ή φορητοί υπολογιστές μέσα στο δικαστήριο του Μαϊάμι και δεν τραβήχτηκαν φωτογραφίες από την προσαγωγή του κ. Τραμπ.
Μόλις λίγες στιγμές πριν, οι Αρχές των ΗΠΑ είχαν αντιμετωπίσει τον Τραμπ όπως κάθε άλλο κατηγορούμενο, παίρνοντας τα δακτυλικά του αποτυπώματα, την ημερομηνία γέννησης και τη διεύθυνσή του.
Ο πρώην πρόεδρος, γνωστός για το επιθετικό ρητορικό του ύφος, δεν απευθύνθηκε ούτε μία φορά στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της αγωγής του, ούτε καν για να υποβάλει ένσταση. «Σίγουρα δηλώνουμε αθώοι», δήλωσε εκ μέρους του ένας από τους δικηγόρους του, ο Τοντ Μπλανς.
Στο ίδιο τραπέζι με τον Τραμπ βρισκόταν ο Γουόλτιν Νάουτα, ο προσωπικός βοηθός που οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς έχουν κατηγορήσει ως συνωμότη. Οι δυο τους, που είχαν οδηγηθεί μαζί στο δικαστήριο, δεν φάνηκαν να αλληλεπιδρούν ούτε μια φορά μέσα στην αίθουσα.
Στην άλλη πλευρά του διαδρόμου, στη δεύτερη σειρά, καθόταν ο Τζακ Σμιθ, ο ειδικός σύμβουλος του υπουργείου Δικαιοσύνης που μόλις πριν από μέρες αποκάλυψε τις κατηγορίες για βόμβα ότι ο Τραμπ είχε αποσπάσει και κρύψει άκρως απόρρητα έγγραφα στο κτήμα του στο Μαρ-α-Λάγκο.
Και αυτός δεν είπε τίποτα, επιτρέποντας στον δικηγόρο Ντέιβιντ Χάρμπαχ να αναλάβει υποστηρίζοντας την υπόθεση της κυβέρνησης. Ο δικαστής Τζόναθαν Γκούντμαν ξεκίνησε τη διαδικασία, προεδρεύοντας αποτελεσματικά και σταθερά. Η ακροαματική διαδικασία εξυπηρέτησε δύο βασικούς σκοπούς: να ζητήσει από τους κατηγορούμενους να υποβάλουν τις δηλώσεις τους και να θέσει ο δικαστής τους όρους της δέσμευσής τους. Η πιο σημαντική ενέργεια που έκανε ο Τραμπ την Τρίτη ήταν η υπογραφή της συμφωνίας ομολογίας. Ένας δικαστικός υπάλληλος έδωσε το έγγραφο σε έναν από τους δικηγόρους του κ. Τραμπ, ο οποίος στη συνέχεια το παρείχε στον πρώην πρόεδρο.
Ο Τραμπ το διάβασε γρήγορα, με τους δικηγόρους του να διαβάζουν πάνω από τον ώμο του. Με ένα σταθερό πάτημα του στυλό του, όπως περιγράφεται χαρακτηριστικά, υπέγραψε τα έγγραφα που επιβάλλουν τους όρους της αποφυλάκισής του.
Ο κ. Τραμπ και ο κ. Ναούτα έλαβαν αυτό που ήταν γνωστό ως «προσωπική εγγύηση». Ο δικαστής Γκούντμαν απελευθέρωσε τόσο τον Τραμπ όσο και τον Νάουτα χωρίς κανέναν περιορισμό, ούτε χρειάστηκε να παραδώσουν τα διαβατήριά τους ή να πληρώσουν χρηματική εγγύηση. Ο δικαστής είπε αρχικά στον Τραμπ θα απαγορευόταν να επικοινωνήσει με έναν αριθμό μαρτύρων που επρόκειτο να παρασχεθούν από τους εισαγγελείς της κυβέρνησης. Αν και αυτός ο κατάλογος δεν έχει ακόμη καταρτιστεί, η νομική ομάδα του Τραμπ υποστήριξε ότι πολλοί μάρτυρες είναι πιθανό να είναι υπάλληλοι ή συνάδελφοι του κ. Τραμπ και θα ήταν «αδύνατο» να μην επικοινωνήσει καθόλου μαζί τους.
Στο τέλος, ο δικαστής Γκούντμαν αποφάσισε ότι θα του απαγορευόταν μόνο να μιλήσει σε αυτούς τους άγνωστους ακόμη μάρτυρες για τα γεγονότα της υπόθεσης. Εάν ο κατάλογος των μαρτύρων με τους οποίους δεν μπορούσε να μιλήσει φαινόταν «προβληματικός», είπε ο κ. Γκούντμαν, ο Τραμπ θα μπορούσε να ασκήσει έφεση.