Σε ένα καυτό πολιτικό και οικονομικό καλοκαίρι οδεύει η χώρα μετά τις δραματικές εξελίξεις σε Αθήνα και Βρυξέλλες, καθώς η κυβέρνηση καλείται να οριστικοποιήσει τη συμφωνία με τους εταίρους που θα αποτρέψει την έξοδο της χώρας από το ευρώ, έχοντας απολέσει επί της ουσίας τη δεδηλωμένη.
Ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, μετέθεσε τη δρομολόγηση των πολιτικών εξελίξεων στην αυριανή ημέρα, αλλά αυτές προεξοφλείται ότι θα είναι ραγδαίες. Ορισμένα κυβερνητικά στελέχη μεταδίδουν πως η κυβέρνηση μπορεί να πορευθεί για μερικούς μήνες μέσω ενός ευρύτατου ανασχηματισμού, προκειμένου να ολοκληρώσει τη συμφωνία με τους εταίρους και η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές το φθινόπωρο, με σταθεροποιημένη την οικονομία και τις τράπεζες εν λειτουργία. Ομως, το σενάριο αυτό συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες.
Το ρήγμα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι τεκτονικό, ενώ η σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ προεξοφλείται ότι θα έχει ημερομηνία λήξης, εάν όπως αναμένεται, η συμφωνία περιλαμβάνει περικοπές στις αμυντικές δαπάνες.
Επίσης, η δραματική ψηφοφορία, ξημερώματα Σαββάτου, με τα αριθμητικά δεδομένα που τη συνόδευσαν αποδυναμώνει τις προοπτικές σχηματισμού άλλης κυβέρνησης, υπό τον κ. Τσίπρα, με τη συμμετοχή ή στήριξη του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ.
Ετσι, σύμφωνα με την Κυριακάτικη έκδοση της Καθημερινής, στο παρασκήνιο έχουν αρχίσει να διακινούνται σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης ειδικού σκοπού με διακομματική συναίνεση και βάση τα 251 «ναι» που κατεγράφησαν στη Βουλή. Η νέα κυβέρνηση σε μια τέτοια περίπτωση θα λειτουργήσει ως ειδικού σκοπού προκειμένου να σταθεροποιήσει τη χώρα και να υλοποιήσει τη συμφωνία με τους εταίρους, ενώ είναι προφανές πως η διάρκειά της -εάν θα είναι ολιγόμηνη ή με μεσοπρόθεσμη προοπτική- θα αποτελέσει το αποτέλεσμα μιας πολυπαραγοντικής εξίσωσης. Πάντως, εάν το συγκεκριμένο σενάριο δρομολογηθεί, πιθανότατα ο κ. Τσίπρας δεν θα παραμείνει πρωθυπουργός, καθώς έχει καταστήσει σαφές πως δεν θέλει να λειτουργήσει «ως Παπαδήμος».
Αφετηρία για τη δρομολόγηση όλων των παραπάνω εξελίξεων αποτέλεσαν τα όσα δραματικά συνέβησαν ξημερώματα Σαββάτου στη Βουλή. Εκεί, εξασφαλίσθηκε μεν η διακομματική πλειοψηφία των 251 «ναι» ως προς την παραμονή της χώρας στο ευρώ, αλλά ο κ. Τσίπρας υπέστη ένα Βατερλώ όσον αφορά την κυβέρνησή του, καθώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, 17 από τους συνολικά 162 βουλευτές της διακομματικής κυβερνώσας συνεργασίας δήλωσαν ότι δεν υποστηρίζουν τις επιλογές του όσον αφορά το μείζον εθνικό ζήτημα της οικονομίας. Αν σε αυτούς προστεθούν και οι 15 βουλευτές του κόμματος που δήλωσαν ότι ψήφισαν «ναι», αλλά στηρίζουν τους... 17, τότε ο αριθμός των αμφισβητιών φτάνει στους 32. Μεταξύ άλλων, διαφοροποιήθηκαν υπουργοί (Λαφαζάνης – Στρατούλης), αλλά και η πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Ο πρωθυπουργός έκανε μετά την ψηφοφορία την παρακάτω δήλωση: «Η εθνική αντιπροσωπεία έδωσε σήμερα στην κυβέρνηση ισχυρή εντολή ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης για την επίτευξη μιας οικονομικά βιώσιμης συμφωνίας και κοινωνικά δίκαιης συμφωνίας με τους εταίρους. Αυτό που προέχει τώρα είναι η θετική έκβαση στη διαπραγμάτευση. Ολα τα άλλα στην ώρα τους».
Το «ζήτημα» των δύο υπουργών θα μπορούσε να λυθεί «από Δευτέρα» με έναν ανασχηματισμό, ενώ εκείνο της κ. Κωνσταντοπούλου, υπό τις παρούσες συνθήκες, εναλλακτικά τυγχάνει διαχείρισης μέσω διαδικασίας πρότασης μομφής προς το πρόσωπό της, αν δεν επιλέξει στο μεταξύ την οδό της παραίτησης. «Στηρίζω την κυβέρνηση, αλλά δεν στηρίζω πρόγραμμα λιτότητας» σημειώνει σε δήλωσή του ο κ. Λαφαζάνης. Κανείς όμως δεν μπορεί να προσδιορίσει πώς θα γίνει αυτό στο εξής.
Για την ιστορία να σημειωθεί ότι τα δύο ηχηρά «όχι» στην ονομαστική ψηφοφορία ειπώθηκαν από τις Ιωάννα Γαϊτάνη και Ελένη Ψαρρέα. Τα «παρών», ήρθαν –εκτός από την κ. Κωνσταντοπούλου- από τους Αγλαΐα Κυρίτση, Δημ. Στρατούλη, Γ. Σταθά, Αθ. Σκούμα, Κ. Λαπαβίτσα, Στ. Λεουτσάκο, και Π. Λαφαζάνη. Απούσα ήταν η Ραχήλ Μακρή, που από νωρίς τόνισε πως είναι αντίθετη στην κυβερνητική πολιτική, ενώ απουσίασαν οι Δημ. Κοδέλας, Β. Κυριακάκης, Ελένη Σωτηρίου και Β. Χατζηλάμπρου, ο Γ. Βαρουφάκης που επικαλούμενος οικογενειακούς λόγους ήταν στην Αίγινα και η Ελένη Αυλωνίτου. Τα υπόλοιπα «όχι» προήλθαν από τη Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ.
Είχε προηγηθεί μια εβδομάδα με έντονο παρασκήνιο, στο μεταίχμιο μεταξύ παραμονής στο ευρώ και άτακτης χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχμή. Εως και αργά την Παρασκευή το βράδυ και με βάση τα έως τότε πολιτικά δεδομένα, οι πληροφορίες συνέκλιναν ότι η Ευρωζώνη θα ανάψει το «πράσινο φως» για παραμονή της χώρας στο ευρώ. Εξάλλου, η αποστροφή του πρωθυπουργού, στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, την Παρασκευή το πρωί, ότι «μιλάμε για ανατίναξη του κράτους και όχι για Grexit» σηματοδοτούσε σαφές μήνυμα ότι ο κ. Τσίπρας έχει κατανοήσει πλέον πλήρως τις συνέπειες της ρήξης με τους εταίρους και είναι έτοιμος για συμφωνία παρά το βαρύ κόστος, το οποίο επέτειναν οι πολλαπλές αστοχίες της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης.
Ομως, μετά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, το τοπίο γίνεται δύσβατο για τον πρωθυπουργό. Από νωρίς, οι ενστάσεις που διατυπώνονταν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ για το περιεχόμενο της ελληνικής πρότασης, προδιέγραφαν πολιτικές εξελίξεις: Η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να διαχειριστεί την υλοποίηση τυχόν συμφωνίας με τους εταίρους και να ψηφίσει τους απαιτούμενους εφαρμοστικούς νόμους.
Μέτρα και ανταλλάγματα
Οπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερα δύσκολη θα είναι από αύριο η εικόνα και στο πεδίο της οικονομίας: Για πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης και των Μνημονίων, η προώθηση ενός τόσο μεγάλου πακέτου μέτρων, έχει τόσο λίγα ανταλλάγματα από τους πιστωτές. Επί της ουσίας, αυτό το πακέτο μέτρων, ύψους πιθανόν άνω των 15 δισ. ευρώ, αποτελεί μόνο μια προκαταβολή των μέτρων του νέου μνημονίου που θα συμφωνηθεί, αν όλα πάνε καλά, το φθινόπωρο. Με την ψήφισή του, η κυβέρνηση παίρνει ως ανταλλάγματα, πρώτον, τη δυνατότητα να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για ένα τρίτο δάνειο και δεύτερον, μια τελευταία ευκαιρία να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία και να αρχίσει πάλι η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ.
Οι βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου είναι ακόμη άγνωστο πώς θα καλυφθούν. Οι υποχρεώσεις μόνο του Ιουλίου είναι η πληρωμή ομολόγων που λήγουν (ύψους 4,2 δισ. ευρώ κεφάλαιο και τόκοι) στην ΕΚΤ, δόση του ΔΝΤ ύψους 450 εκατ. ευρώ και δόσεις σε καθυστέρηση 1,6 δισ. ευρώ. Επίσης, το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει περί τα 2 δισ. ευρώ σε μισθούς, συντάξεις και επιχορηγήσεις ασφαλιστικών ταμείων.
Το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους θα αποτελέσει μέρος του τρίτου μνημονίου και θα έχει τη μορφή της αναδιάρθρωσης, δηλαδή επιμήκυνσης της διάρκειας των δανείων και της περιόδου χάριτος, που θα συναρτάται με υλοποίηση προαπαιτούμενων.