Η περίοδος των capital controls κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως ο «Μαύρος Ιούλιος» της ελληνικής αγοράς. Δυστυχώς μέσα σε λίγες ημέρες οι Μμε επιχειρήσεις απώλεσαν μεγάλο μέρος του τζίρου τους και βρέθηκαν σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Είναι γεγονός ότι η Μμε επιχείρηση, δεδομένου ότι πρόκειται για την πλέον ευπρόσβλητη σε εξωτερικές μεταπτώσεις οικονομική μονάδα στη χώρα, θα πρέπει να δώσει εκ νέου έναν πολύ δύσκολο αγώνα για να ανακάμψει και να επανέλθει σε μία έστω καχεκτική κανονικότητα. Το θέμα, βέβαια, είναι να μην εξελιχθεί και σε «Σίσυφο» της ελληνικής οικονομίας.
Ας δούμε τι λένε για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Μμε επιχειρηματικότητα τα ποσοτικά στοιχεία: Το πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να συνάγει κανείς είναι ότι ο τζίρος των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τα capital controls επλήγη σημαντικά κατά τη διάρκεια του εφετινού Ιουλίου. Θα πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι η μείωση του τζίρου δεν είχε την ίδια ένταση όλητην περίοδο. Έτσι, συνολικά για τις εμπορικές επιχειρήσεις του εισαγωγικού, του εξαγωγικού, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου οι απώλειες την πρώτη εβδομάδα του bank holiday ανήλθαν στο 40%, την δεύτερη 30% και την Τρίτη 20%. Ωστόσο, στις τουριστικές περιοχές, η μείωση ήταν σημαντικά μικρότερη.
Επομένως, η μείωση του τζίρου, μεσοσταθμικά, κυμαίνεται μεταξύ 30%-35%,ενώ από αγορά σε αγορά και από πόλη σε πόλη μπορεί να φτάσει και στο 70%.
Συνολικά, λοιπόν, στο λιανικό εμπόριο εκτός καυσίμων και τροφίμων, οι πωλήσεις καταποντίστηκαν περίπου κατά 900 εκ. ευρώ στο χρονικό διάστημα από τα τέλη Ιουνίου έως τα τέλη Ιουλίου του τρέχοντος έτους, σε σχέση πάντα με την ίδια περίοδο του 2014. Εάν επιχειρήσουμε να δούμε τις απώλειες και ανά περιοχή, φαίνεται πως η μείωση του τζίρου στην Αθήνα αγγίζει το 40%, σε Θεσσαλονίκη και Πειραιά τα ποσοστά μείωσης το 60%, και σε Κρήτη και στη Ρόδο κατά 50%. Θα έλεγε, λοιπόν, κανείς, εν είδει αστεϊσμού, ότι τα ποσοστά που αναγράφονται στις βιτρίνες των καταστημάτων έχουν φέτος διττή έννοια, αφενός το ποσοστό έκπτωσης και αφετέρου τη μείωση του τζίρου στο λιανεμπόριο. Ο τζίρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το κλείσιμο των τραπεζών και τα capital controls δεν επιδεινώθηκε απλώς, αλλά κατέρρευσε στην κυριολεξία, ενώ στο εμπόριο μάλλον μιλάμε για κραχ, ανάλογο του χρηματιστηρίου.
Στο πεδίο των εξαγωγών αναμένεται να εμφανιστεί πτώση της τάξεως του 10% -12%για τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, με αποτέλεσμα αυτές να διαμορφωθούν περίπου στα 1,85 δις ευρώ αντί των αρχικών προσδοκιών ύψους 2,1 δις ευρώ. Κατ’ αντιστοιχία στο πεδίο των εισαγωγών, οι μέχρι στιγμής απώλειες εκτιμώνται στα 1,5 - 2 δις ευρώ και αποτυπώνονται στις ελλείψεις πρώτων υλών, απορρυπαντικών, ζωοτροφών, λιπασμάτων, ελαστικών, ανταλλακτικών ηλεκτρολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού για εστίαση-ξενοδοχεία-νοσοκομεία, ηλεκτρικών συσκευών κ.α.). Αντί της διενέργειας εισαγωγών αξίας 3,5 - 4 δις ευρώ (στο αντίστοιχο περυσινό διάστημα), τελικά εισήχθησαν προϊόντα 1,5 – 2 δις ευρώ, ενώ τα εγκλωβισμένα, στα λιμάνια της χώρας κοντέινερ, ανέρχονται περίπου στα 4.500.
Εκ των πραγμάτων, η αλληλεξάρτηση του εξαγωγικού εμπορίου από τις εισαγωγές είναι άμεση, καθώς οι εξαγωγικές επιχειρήσεις προμηθεύονται πρώτες και βοηθητικές ύλες και υλικά συσκευασίας από εισαγωγείς. Έτσι το πρόβλημα των εισαγωγέων μετατρέπεται σε πρόβλημα των εξαγωγέων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν καθυστερήσεις στις παραγγελίες και οι ξένοι ανταγωνιστές να αποκτούν προβάδισμα στις διεθνείς αγορές. Εκτιμάται ότι περίπου το 75% των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί η εγχώρια μεταποίηση είναι εισαγόμενο.
Ως προς το ζήτημα των απωλειών του ΑΕΠ, οι προβλέψεις για συρρίκνωση του ΑΕΠ από το Β΄ Εξάμηνο του έτους και μετά (Ιούλιος-Δεκέμβριος 2015), κυμαίνονται στα επίπεδα του 1 έως 3 δις ευρώ σε μηνιαία βάση, με τις σωρευτικές ετήσιες απώλειες το 2015 μπορεί να ανέλθουν στα 7 έως 18 δις ευρώ. Ως αποτέλεσμα του πλήγματος που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία, η ύφεση για το τρέχον έτος, σύμφωνα με τις ευοίωνες προβλέψεις, θα ανέλθει περίπου στο 4%. Ως εκ τούτου, η συρρίκνωση της κατανάλωσης - με την αναμενόμενη εξαίρεση κατά τις πρώτες δέκα ημέρες του Ιουλίου στα τρόφιμα και τα καύσιμα – κινείται μεταξύ 50-80%, ενώ κατά το διάστημα αυτό υπολογίζεται ότι από αυτή την μείωση το ελληνικό δημόσιο έχασε σημαντικά έσοδα από έμμεσους φόρους.
Τέλος, ως προς το επίπεδο των περιορισμών από την επιβολή των capitalcontrols, από τις 29 Ιουνίου, ημερομηνία που έκλεισαν οι τράπεζες και επεβλήθησαν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, έως τις 24 Ιουλίου, είχαν εγκριθεί από την αρμόδια Επιτροπή Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών εμβάσματα για εισαγωγές αξίας 1,5 δις ευρώ. Σε μηνιαία βάση, πριν από την εισαγωγή των capital controls το αντίστοιχο ποσό για εισαγωγές κατά μέσο όρο ήταν περίπου 3,5 δις ευρώ. Τα εγκριθέντα κεφάλαια ύψους 1,5 δις ευρώ αφορούσαν καύσιμα και φάρμακα, με τις ανάγκες όμως της πραγματικής οικονομίας να μένουν ανικανοποίητες. Τα παραπάνω ποσά δεν κατευθύνθηκαν για αγορά πρώτων υλών ή για προμήθεια τεχνολογικού εξοπλισμού, με συνέπεια την καταγραφή δυσλειτουργιών στην παραγωγική διαδικασία. Τα όρια πληρωμών για εισαγωγές, όσον αφορά στις τέσσερις συστημικές τράπεζες μαζί με την Τράπεζα Αττικής σε ημερήσια βάση είναι 22 εκ. ευρώ, όταν προ capital controls ήταν περίπου 120 εκ. ευρώ. Αρκεί να σημειωθεί ότι το 2014 μόνο για εισαγωγές καυσίμων δαπανήθηκαν 15 δις ευρώ. Με την πρόσφατη τροποποίηση της τελευταίας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου και με σημείο αναφοράς τις συναλλαγές των επιχειρήσεων με το εξωτερικό, το ημερήσιο όριο ανά πελάτη αυξήθηκε από 100.000 ευρώ σε 150.000 ευρώ. Παράλληλα, το σωρευτικό όριο ανά πιστωτικό ίδρυμα ανήλθε στα 5 εκ. ευρώ ανά ημέρα για τις συστημικές τράπεζες από 3,4 εκ. ευρώ που ίσχυε μέχρι πρότινος. Παρόλα αυτά, οι παραπάνω βελτιωτικές ρυθμίσεις δεν επαρκούν για να επαναφέρουν την οικονομία στο σημείο που ήταν πριν την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων.
Είναι γεγονός ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις ήταν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την επιβολή των capital controls αφού μόνο 1 στις 2 χρησιμοποιεί e-banking για τις συναλλαγές της με πελάτες και προμηθευτές, ενώ περίπου οι μισές δεν διαθέτουν συσκευές POS προκειμένου να πραγματοποιούν συναλλαγές με πιστωτικές, χρεωστικές και προπληρωμένες κάρτες. Στις τουριστικές αγορές της χώρας, η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη λόγω της εισαγόμενηςκατανάλωσης, αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμα τη πτώση του εσωτερικού τουρισμού που αποτελεί βαρόμετρο στην καλοκαιρινή εμπορική κίνηση. Σε κάθε περίπτωση, κρίνοντας από τις καταστροφικές επιπτώσεις στην αγορά λόγω της επιβολήςκεφαλαιακών ελέγχων, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι με δεδομένη την άσχημη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι συνέπειες θα είναι πιο οδυνηρές από πλευράς λουκέτων και ανεργίας μέχρι τέλος του έτους. Είναι απαραίτητο, επομένως, να υπάρξει ένα οργανωμένο σχέδιο αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης από την κυβέρνηση, αλλιώς το μέλλον διαφαίνεται ζοφερό για όλους.