Τη χρονιά που πέρασε οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ελληνικές εταιρείες επένδυσαν μόνο το ισχνό ποσό των 300 εκατ. ευρώ, σε αντίθεση με τα 2,5 δις ευρώ πέρσι.
Η φυγή επιχειρήσεων από την Ελλάδα, είναι ένα από τα θέματα που απασχολούν τον σημερινό γερμανικό Τύπο. Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, η εφημερίδα Südwest Presse σκιαγραφεί μία δυσοίωνη κατάσταση στην Ελλάδα. Σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα γίνεται λόγος για μαζική φυγή εταιρειών από τη χώρα και συνακόλουθη απώλεια θέσεων εργασίας.
Όπως επισημαίνεται, «η χτυπημένη από την κρίση ελληνική οικονομία χρειάζεται επενδύσεις όσο τίποτα άλλο εάν θέλει να αφήσει πίσω της την εξάχρονη ύφεση. Όμως τη χρονιά που πέρασε οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ελληνικές εταιρείες επένδυσαν μόνο το ισχνό ποσό των 300 εκατ. ευρώ, σε αντίθεση με τα 2,5 δις ευρώ της προηγούμενης χρονιάς». Ωστόσο, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ολοένα περισσότερες εταιρείες εγκαταλείπουν τη χώρα. Από την αρχή της ελληνικής οικονομικής κρίσης στα τέλη του 2009 έχουν ήδη μεταφέρει την έδρα τους πολλές μεγάλες επιχειρήσεις», επισημαίνει το δημοσίευμα. Όπως σημειώνει η εφημερίδα, «αυτές οι μεγάλες εταιρείες προσδοκούσαν αποχωρώντας από την Ελλάδα κυρίως χαμηλότερους φόρους και καλύτερη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές».
Όπως προσθέτει το δημοσίευμα, «έπειτα από την εκλογική νίκη του αριστερού πολιτικού Αλέξη Τσίπρα γυρνούν όμως ολοένα συχνότερα την πλάτη τους στην Ελλάδα μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κυρίως το κλείσιμο για διάστημα τριών εβδομάδων των τραπεζών και του χρηματιστηρίου τον Ιούλιο αλλά και η επιβολή ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων έτρεψαν πολλές εταιρείες σε φυγή». Ο αρθρογράφος τονίζει ότι «οι αιτίες για την έξοδο είναι ποικίλες» και υπογραμμίζει ιδιαίτερα την υψηλή φορολογία. Όπως επισημαίνει, «την ώρα που η κυβέρνηση Τσίπρα αυξάνει το 2016 τη φορολόγηση των επιχειρήσεων από 26% σε 29%, ο συντελεστής στην Κύπρο ανέρχεται μόλις σε 12,5%. Όμως και η Βουλγαρία και η Αλβανία προσελκύουν (σ.σ. επιχειρήσεις) με χαμηλούς φόρους, ενώ και το επίπεδο των αμοιβών σε αυτές τις δύο χώρες είναι αισθητά χαμηλότερο».