Πάνω από 1 δισ. ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2012 - απασχολώντας περίπου 4.100 άτομα και παρουσιάζοντας ισχυρή επενδυτική δραστηριότητα συνολικού ύψους 2,7 δισ. ευρώ την περίοδο 2009-2012- συνεισέφεραν άμεσα στην εθνική οικονομία τα Ελληνικά Διυλιστήρια. Τη σημαντική συνεισφορά του κλάδου διύλισης στην ελληνική οικονομία, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά διυλιστήρια υπογραμμίζει νέα μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο: «Ο κλάδος Διύλισης Πετρελαίου στην Ελλάδα: Συμβολή στην Οικονομία και Προοπτικές».
Σύμφωνα με τη μελέτη, πέραν των παραπάνω, το 2012 συνεισέφεραν το 37,5% στο σύνολο των εξαγωγών προϊόντων της χώρας, από 8,4% μια δεκαετία νωρίτερα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συγκράτηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο.
Οπως τονίζεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ, η συνολική επίδραση του κλάδου διύλισης στην ελληνική οικονομία είναι αρκετά ευρύτερη. Αν εκτός από την άμεση συμβολή ληφθούν υπόψη οι έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις του κλάδου στην οικονομία, εκτιμάται ότι μέσω της δραστηριότητάς του ο κλάδος διύλισης συνεισέφερε το 2012 περίπου 3,8 δισ. ευρώ εγχώριου προϊόντος (2% του ΑΕΠ) και περισσότερες από 40.000 θέσεις εργασίας στην εθνική οικονομία.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται τα ελληνικά διυλιστήρια έχει μεταβληθεί ριζικά τα τελευταία χρόνια. Ο κλάδος αντιμετωπίζει υψηλό κόστος εφοδιασμού αργού πετρελαίου, χαμηλά περιθώρια διύλισης, κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης και αυξημένο κόστος χρηματοδότησης και ενέργειας. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά διυλιστήρια είναι ισχυρές και αναμένεται να οξυνθούν, εκπορευόμενες από την πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα σε διεθνές επίπεδο και την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής δυναμικότητας διύλισης σε Μέση Ανατολή και Νοτιοανατολική Ασία, δηλαδή από διυλιστήρια εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) που δεν επιβαρύνονται με το κόστος συμμόρφωσης με τις ποιοτικές προδιαγραφές των προϊόντων και τις αποδεκτές περιβαλλοντικές επιδόσεις της παραγωγικής διαδικασίας που ισχύουν στην Ε.Ε.
Σε αυτό το περιβάλλον, επισημαίνει η μελέτη του ΙΟΒΕ, οι ευρωπαϊκές πολιτικές που αφορούν τον κλάδο επηρεάζουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητά του, κυρίως έναντι διυλιστηρίων χωρών εκτός Ε.Ε. Η πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής της Ε.Ε. επιβάλλει στον κλάδο, μέσω του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), πρόσθετα άμεσα και έμμεσα στοιχεία κόστους από τις εκπομπές CO2, ενώ αβεβαιότητα υπάρχει και σχετικά με την προστασία του κλάδου από τον κίνδυνο «διαρροής άνθρακα» σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο της Ε.Ε. λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο διαρροής άνθρακα και προστατεύει τους κλάδους που είναι εκτεθειμένοι σε αυτόν, όπως ο κλάδος της διύλισης, με τη διανομή δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών.
Ωστόσο, για μια σειρά από λόγους, τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια απολαμβάνουν μερικής μόνο προστασίας, που μάλιστα μειώνεται διαχρονικά. Περαιτέρω, το επίπεδο εκπομπών που συνδέεται με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (BAT) στο πλαίσιο της Οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές, με το οποίο είναι υποχρεωμένα να συμμορφωθούν τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια, συνεπάγεται υψηλό κόστος το οποίο επιδεινώνει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Τέλος, η Οδηγία για την ποιότητα των καυσίμων επιβάλλει τη μείωση του «αποτυπώματος» άνθρακα των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές. Οι αλλαγές στην αποδεκτή ποιότητα των καυσίμων εισάγουν πρόσθετες απαιτήσεις κατεργασίας ή/και αλλαγές στην επιλογή αργού πετρελαίου, οι οποίες αυξάνουν τις απαιτούμενες επενδύσεις και το λειτουργικό κόστος των διυλιστηρίων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η νομοθεσία και οι υπό διαμόρφωση πολιτικές της Ε.Ε. δημιουργούν σημαντικό πρόσθετο βάρος/αβεβαιότητα στον κλάδο διύλισης, ενώ σε εθνικό επίπεδο η ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής και η ύφεση δημιούργησαν συνθήκες που αυξάνουν το κόστος ενέργειας και επιβαρύνουν ση- μαντικά το κόστος παραγωγής.
Η διασφάλιση των προοπτικών βιωσιμότητας του κλάδου επομένως μπορεί να επιτευχθεί με παρεμβάσεις πολιτικής που, υπό προϋποθέσεις, θα περιλαμβάνουν ενδεικτικά τις εξής:
- Την ισορροπημένη προσέγγιση στην εφαρμογή μέτρων της ευρωπαϊκής πολιτικής για την Ενέργεια και το Περιβάλλον, ώστε εκτός από τις επιπτώσεις στο περιβάλλον να λαμβάνονται υπόψη και οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα. Αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την εξασφάλιση χιλιάδων θέσεων εργασίας στην οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η προστασία του κλάδου διύλισης έναντι του κινδύνου διαρροής άνθρακα πριν και μετά το 2020.
- Την αλλαγή της στόχευσης της κλιματικής πολιτικής της Ε.Ε., από μέτρα που λαμβάνει μονομερώς στην προσπάθεια επίτευξης μιας παγκόσμιας συμφωνίας για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
-Την ολοκλήρωση του ελέγχου καταλληλότητας (fitness check) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τον κλάδο διύλισης και ιδίως όσον αφορά την επίπτωσή του στην ανταγωνιστικότητα των διυλιστηρίων, πριν από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων για την υλοποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας ή τη ψήφιση νέων ρυθμίσεων. Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό οι έλεγχοι καταλληλότητας να περιλαμβάνουν/επεκταθούν και σε επικείμενες αναθεωρήσεις της ισχύουσας ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
- Παρεμβάσεις στο πλαίσιο της εθνικής βιομηχανικής πολιτικής που θα οδηγούν σε μείωση του ενεργειακού κόστους –επιπλέον αυτών που έχουν ήδη εξαγγελθεί- όπως για παράδειγμα η μείωση του ΕΦΚ στην ηλεκτρική ενέργεια και στο φυσικό αέριο, των χρεώσεων στα τιμολόγια ηλεκτρισμού για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ) και του ειδικού τέλους μείωσης εκπομπών αερίων ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις.
- Παρεμβάσεις στο συνδεδεμένο με τα διυλιστήρια κλάδο εμπορίας πετρελαιοειδών για την ενίσχυση της συνολικής ρευστότητας και ανταγωνιστικότητας στην εγχώρια αγορά, όπως η παροχή ημερών πίστωσης για την απόδοση του ΕΦΚ υγρών καυσίμων, η εφαρμογή των νομοθετημένων μέτρων για την εξάλειψη του παράνομου εμπορίου καυσίμων κ.ά.
Σημειώνεται, τέλος, ότι ο κλάδος της διύλισης πετρελαίου αποτελεί θεμελιώδη κρίκο στην αλυσίδα εφοδιασμού προϊόντων πετρελαίου προς τους καταναλωτές. Εισάγει και επεξεργάζεται αργό πετρέλαιο, παράγοντας ενδιάμεσα και τελικά προϊόντα πετρελαίου. Τα προϊόντα κατευθύνονται στη συνέχεια προς την τελική κατανάλωση (εγχώρια ζήτηση και εξαγωγές), κυρίως μέσω του δικτύου και των υποδομών των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών.
Δύο όμιλοι επιχειρήσεων (ΕΛΠΕ Α.Ε. και Motor Oil Ελλάς Α.Ε.) λειτουργούν τα 4 εγχώρια διυλιστήρια συνολικής δυναμικότητας διύλισης 526 χιλιάδων βαρελιών ανά ημέρα ή 26,3 εκατ. τόνων ανά έτος. Με συνεχείς επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης, τα ελληνικά διυλιστήρια έχουν επιτύχει υψηλό δείκτη συνθετότητας Nelson. Για σύγκριση, η μέση δυναμικότητα των ευρωπαϊκών διυλιστηρίων είναι περίπου 144.000 βαρέλια ανά ημέρα, ενώ ο μέσος δείκτης συνθετότητας Nelson είναι 7,63 (IHS, 2013). Στην Ελλάδα η μέση δυναμικότητα είναι λίγο μικρότερη, 131.000 βαρέλια ανά ημέρα, ωστόσο ο μέσος δείκτης συνθετότητας είναι αρκετά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (9,57).
Tα πιο σύνθετα διυλιστήρια έχουν τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων πετρελαίου με υψηλή αξία στην αγορά και μπορούν να επεξεργάζονται περισσότερους τύπους αργού πετρελαίου και επομένως να εκμεταλλεύονται τις διαφοροποιήσεις στις τιμές και στη διαθεσιμότητά τους. Επιπλέον, μπορούν να προσαρμόζονται πιο εύκολα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες στην αγορά και τις τοπικές προδιαγραφές καυσίμων. Οι παράγοντες αυτοί συμβάλουν στην καλύτερη κερδοφορία, ωστόσο απαιτεί σημαντικές επενδύσεις και συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες σε εισροές και χρήση ενέργειας.
Συνολικά η υφιστάμενη δυναμικότητα διύλισης στην Ελλάδα είναι επαρκής για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης - με εξαίρεση κάποιες περιόδους όπου λόγω της εποχικότητας της ζήτησης μπορεί να είναι αναγκαίες και οι εισαγωγές.