Από τότε που ο Αλέξης Τσίπρας έπεισε τους Έλληνες ψηφοφόρους να ενστερνιστούν ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, μετά από το φλερτ με την χρεοκοπία το περασμένο καλοκαίρι, οι πιστωτές της ευρωζώνης τον αντιμετωπίζουν ως έναν υπεύθυνο εταίρο. Η διαμάχη για την συνομιλία που διέρρευσε ανάμεσα σε αξιωματούχους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνει πως έκαναν λάθος.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός εκμεταλλεύτηκε το αντίγραφο μιας τηλεδιάσκεψης για τις διαπραγματεύσεις για να ισχυριστεί ότι το ΔΝΤ προσπαθεί να πιέσει την χώρα προς την χρεοκοπία, ώστε να επιβάλλει ακόμα πιο αυστηρές πολιτικές λιτότητας. Σε μια οργισμένη απάντηση, η Κριστίν Λαγκάρντ έφτασε πολύ κοντά στο να τον κατηγορήσει ανοικτά για παρακολούθηση των αξιωματούχων και διαρροή της ηχογράφησης.
Αν είναι αλήθεια ότι η ελληνική κυβέρνηση σχεδίασε αυτήν την κρίση σε μια προσπάθεια να διώξει το ΔΝΤ από τις διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα διάσωσης, τότε η τακτική της είναι η ανεύθυνη. Όποια και αν είναι η πηγή της διαρροής, είναι ξεκάθαρο ότι ο κ. Τσίπρας θέλει το ΔΝΤ να αποχωρήσει. Για μια ακόμη φορά, επιδεικνύει μια ροπή προς το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κέρδος και μια αδιαφορία για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας του.
Το πάντοτε μη δημοφιλές ΔΝΤ είναι εύκολος στόχος για έναν πρωθυπουργό που είναι αντιμέτωπος με την κριτική για το πώς χειρίζεται την οικονομία και την προσφυγική κρίση και δέχεται την πίεση μιας ανερχόμενης αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι επίσης αλήθεια ότι το Ταμείο θα ήταν ένας πιο σκληρός κριτής της δημοσιονομικής και οικονομικής επίδοσης της Ελλάδας.
Αυτή την στιγμή, οι Βρυξέλλες επιμένουν πως η Ελλάδα έχει κάνει αρκετά για να ολοκληρώσει την πρώτη αξιολόγηση για την διάσωση των 86 δισ. ευρώ, ένα αναγκαίο βήμα πριν από οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση για την ελάφρυνση χρέους. Το ΔΝΤ δεν έχει συμφωνήσει ακόμα να συμμετάσχει στις προσπάθειες διάσωσης, γιατί πιστεύει ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί μέχρι τώρα δεν θα οδηγήσουν σε επίτευξη των στόχων του προγράμματος.
Ο κ. Τσίπρας θα προτιμούσε να συμφωνήσει σε ένα μονοπάτι προς την ελάφρυνση χρέους χωρίς τους πιο αυστηρούς όρους και την παρακολούθηση του ΔΝΤ. Αλλά είναι ένας μη ρεαλιστικός στόχος. Οι Ευρωπαίοι πιστωτές μπορεί να ζητήσουν λιγότερα από την Ελλάδα όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά επιμένουν σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που η Ελλάδα δεν πρόκειται να επιτύχει με τις τρέχουσες πολιτικές. Η Γερμανία έχει αποκλείσει μεγάλες διαγραφές χρέους και δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε αυτές χωρίς εμπλοκή του ΔΝΤ.
Η συνομιλία που διέρρευσε δεν προδίδει κάποια συνωμοσία για να αναγκαστεί η Ελλάδα να λάβει περισσότερα μέτρα λιτότητας.
Ο Πολ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, έχει ήδη υποστηρίξει στο δημόσιο μπλογκ του ότι το τρέχον πρόγραμμα δεν βγαίνει, ότι το ΔΝΤ θα μπορούσε να αποδεχθεί λιγότερο αυστηρές μεταρρυθμίσεις αν συνοδεύονταν από μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους και ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ευρωπαίοι πιστωτές πρέπει να σταματήσουν να καθυστερούν την λήψη δύσκολων αποφάσεων.
Τα σχόλια του στην ιδιωτική συνομιλία που διέρρευσε – για την δυνατότητα να αναγκαστεί η Γερμανία να συμφωνήσει σε μια ελάφρυνση χρέους ή να δει το ΔΝΤ να αποχωρεί – αντανακλούν τις ίδιες ανησυχίες. Αντανακλούν επίσης την ανησυχία του ΔΝΤ ότι οι Βρυξέλλες θα επιτρέψουν για άλλη μια φορά οι συνομιλίες να συνεχιστούν μέχρι η Ελλάδα να βρεθεί στα πρόθυρα της χρεοκοπίας – πιθανότατα τον Ιούλιο, όταν πρέπει να καταβάλει μεγάλες πληρωμές χρέους – προτού βρεθεί ένας συμβιβασμός.
Το σενάριο αυτό είναι πολύ πιθανό. Οι διαπραγματεύσεις της Ε.Ε. με την Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια μπορούν να περιγραφούν ως μια στρατηγική «παράτασης και προσποίησης» (extend and pretend), που αφήνει σε κάθε άλυτα προβλήματα για να αντιμετωπιστούν σε μια επόμενη κρίση. Το ΔΝΤ μπορεί να μην έχει μια εύκολη λύση για τα προβλήματα της Ελλάδας, αλλά τουλάχιστον επιμένει στην ανάγκη να υπάρχει ειλικρίνεια και είναι ο μόνος οργανισμός που ανησυχεί για τις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να ευημερήσει η χώρα εντός της ευρωζώνης.
Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για το μέλλον της Ελλάδας και της ευρωζώνης πρέπει να θέλει και την παραμονή του Ταμείου. Ούτε η Αθήνα, ούτε οι Βρυξέλλες πρέπει να τους δώσουν περισσότερους λόγους για να αποχωρήσουν.