Με αφορμή την πρόσφατη απώλεια της Λορίν Μπακόλ αξίζει να θυμηθούμε τη χρυσή εποχή του Χόλυγουντ, αυτή που ταυτίσθηκε με «ιερά τέρατα», με ηθοποιούς και προσωπικότητες μεγάλου βεληνεκούς. Δεν υπάρχει σινεφίλ απανταχού της γης να μη θυμάται τη συνολικά υπέροχη φιγούρα της, η οποία ήταν, κατά κοινή ομολογία, πολύ «μπροστά» από την περίοδο της νιότης της. Όταν την ερωτεύθηκε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, η συγκλονιστική αυτή μορφή της μεγάλης οθόνης, και, κατά πολύ μεγαλύτερός της, αποδείχθηκε περίτρανα ότι ο έρως χρόνια δεν κοιτά, καθόσον, μάλιστα, το χάρισμα της ομορφιάς συναντά εκείνο, της γοητείας. Η ζωή, βεβαίως, είναι πικρή, και, συχνά, χωρίς έλεος για όλα αυτά τα εξαιρετικά δώρα της φύσης, διαλύει με μιας κάθε «ιδανικό συνδυασμό». Έτσι, στην περίπτωση της Μπακόλ, της στέρησε τον αγαπημένο σύντροφο έπειτα από δέκα και κάτι χρόνια συμβίωσης, το 1957, αφού, ευτυχώς, πρόλαβαν να αποκτήσουν δύο παιδιά, ένα γιό και μια κόρη. Ασφαλώς, η χειρία της τη σημάδεψε και τη δοκίμασε, δεδομένου ότι ακόμη και επιστήθιοι φίλοι του ζεύγους θέλησαν να την κατακτήσουν, αμέσως μετά το θάνατο του Μπόγκι. Με πρώτο και καλύτερο, ποιον άλλον, τον σαρωτικό τύπο που δεν άφηνε τίποτε στο πέρασμά του, το Φράνκι, ο οποίος φαντάσθηκε «τη φωνή» να συναντά «το βλέμμα» σήμα κατατεθέν της Μπακόλ -έκαναν δεσμό παρηγορίας, αλλά, δεν παντρεύτηκαν. Ο Στίβεν Μπόγκαρντ, ο γιός της Λορίν και του Χάμφρεϊ, που έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 7 ετών, περιγράφει στο βιβλίο του, «Αναζητώντας τον Πατέρα μου», τις απέλπιδες προσπάθειες των γνωστών-«αγνώστων» της κινηματογραφικής παρέας που παρήλασαν, επί σειράν ετών, από το μπαρ του σπιτιού τους, να κυνηγήσουν τη μάνα του. Εκείνη, αντιστάθηκε με σθένος, ώσπου, δέχθηκε την πρόταση γάμου που της έκανε το 1961 ο Τζέϊσον Ρόμπαρτς –χώρισαν οκτώ χρόνια αργότερα, διότι ο Τζέϊσον έπινε, λίγο παραπάνω…
Κι επειδή, πίσω από τους προβολείς, ο κόσμος είναι …μικρός, ας δούμε, στο ημίφως, κάποια άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για την Λορίν. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μπέτυ Τζόαν Πέρσκε, ήταν κόρη εβραίων μεταναστών από την Ευρώπη και πρώτος εξάδελφός της ήταν ο Σιμόν Πέρες, ναι, ο πρώην Πρωθυπουργός και νυν Πρόεδρος του Ισραήλ. Αφού εργάσθηκε ως ταξιθέτρια και μοντέλο κάποιες φορές, έχοντας σπουδάσει την υποκριτική για δεκατρία έτη, παρακολουθώντας μαθήματα στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, την αγκάλιασαν στη Μέκκα του Σινεμά. Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών για την ταινία «Να έχεις και να μην έχεις» (1944) ήταν νευρική, οπότε με σκοπό να ελαχιστοποιήσει το τραύλισμά της, πίεζε το σαγόνι στο στήθος και για να κοιτά την κάμερα έστρεφε τα μάτια προς τα πάνω. Το τρυκ έμεινε γνωστό ως «το βλέμμα». Η ερμηνεία της στην εν λόγω ταινία θεωρείται ένα από τα δυναμικότερα ντεμπούτα στην ιστορία του κινηματογράφου. Λίγες βδομάδες μετά την έναρξη των γυρισμάτων, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, σύζυγος τότε της ηθοποιού Μάγιο Μέτχοτ, ξεκίνησε δεσμό με τη Μπακόλ… Σε μια επίσκεψη στο National Press Club στην Ουάσιγκτον στις 10 Φεβρουαρίου 1945, ο υπεύθυνος τύπου της ηθοποιού, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Warner Bros., Τσάρλι Ένφιλντ, ζήτησε από την εικοσάχρονη Μπακόλ να καθίσει στο πιάνο όπου έπαιζε ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρρυ Τρούμαν. Οι φωτογραφίες προκάλεσαν συζητήσεις και απασχόλησαν τον Τύπο σε όλο τον κόσμο!
Στις ημέρες μας κυριαρχούν οι οικονομικές δυσκολίες, οι πόλεμοι δεν λείπουν σε πολλά μέρη της γης και η πείνα εξακολουθεί να αποτελεί σήμα κατατεθέν του τρίτου κόσμου. Αυτά πάντα υπήρχαν, εδώ που τα λέμε. Και τότε, την περίοδο που μεσουράνησαν Μπακόλ, Μπόγκαρτ, Σινάτρα κα. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι στο ...καπάκι, δεν ήταν παίξε-γέλασε. Επί της ουσίας, δεν αλλάζουν πολλά, στη σχετικότητα του ανθρώπινου χρόνου. Αυτό που λείπει, ωστόσο, σήμερα, παρά τα όσα, τραγικά, βιώνουμε και στην Ελλάδα, -υπάρχουν και χειρότερα-, είναι η ποιοτική αντανάκλαση της λάμψης πραγματικά ξεχωριστών προσώπων και γεγονότων, στην πεζή καθημερινότητά μας. Θα μας έκανε καλό…