Η διχασμένη καρδιά της Χριστιανοδημοκρατίας
Η άνοδος της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη θέτει για τα παραδοσιακά κεντροδεξιά κόμματα το δίλημμα της συνεργασίας μαζί τους, σε μια συζήτηση από την οποία δεν απουσιάζουν οι εντάσεις.
Όταν μια αντιδημοκρατική δύναμη εκμεταλλεύεται τις δημοκρατικές διαδικασίες και καταφέρνει να εισέλθει στο κοινοβούλιο και μάλιστα με υπολογίσιμη δύναμη, της χαρίζει αυτό πιστοποίηση δημοκρατικότητας; Η συζήτηση αυτή διεξάγεται με έντονο τρόπο αυτές τις ημέρες στη Γερμανία, αλλά και στην Ισπανία, όπου λόγω του «βάρους» της ιστορίας η συνεργασία με τις ακραίες δυνάμεις της Δεξιάς αποτελεί εδώ και δεκαετίες «κόκκινη γραμμή». Οι λόγοι είναι βεβαίως διαφορετικοί, αλλά το ερώτημα στον πυρήνα του παραμένει το ίδιο και διχάζει τους ίδιους τους Ευρωπαίους Χριστιανοδημοκράτες.
Υπάρχουν φυσικά αυτοί που παραμένουν πιστοί στη γραμμή της απομόνωσης της ακροδεξιάς. Ωστόσο εκείνοι που δεν κρατιούνται να σπάσουν το ταμπού, ολοένα και αυξάνονται, από τη στιγμή που οι πλειοψηφίες δεν βγαίνουν αλλιώς. Σε αυτό βοηθά και το γεγονός ότι το «εμπάργκο» κατά της ακροδεξιάς έχει σπάσει προ πολλού σε μια σειρά από χώρες, κάποιες από τις οποίες μάλιστα, όπως η Ιταλία ή η Αυστρία έχουν να επιδείξουν επίσης ένα φασιστικό/ναζιστικό παρελθόν.
Η μέθοδος που συχνά χρησιμοποιείται είναι αυτή της προσέγγισης «βήμα-βήμα» που ξεκινά από την τοπική αυτοδιοίκηση για να ξεπεραστούν οι όποιοι ενδοιασμοί και να ανοίξει η ανάλογη συζήτηση και σε εθνικό επίπεδο. Το παράδειγμα της ισπανίας είναι αποκαλυπτικό. Πριν τις εκλογές η συνεργασία του Λαϊκού Κόμματος με το Vox έμοιαζε αναπότρεπτη, από τη στιγμή που το πείραμα είχε ήδη «λειτουργήσει» σε μια σειρά πόλεις και περιφέρειες. Τώρα που η χώρα μοιάζει βαθιά πολωμένη και μια τέτοια πλειοψηφία απέχει μερικές έδρες από την υλοποίησή της ακούγονται εκκλήσεις από άλλους Ευρωπαίους Χριστιανοδημοκράτες προς τον ηγέτη της Κεντροδεξιάς Αλμπέρτο Φεϊχό να το ξανασκεφτεί. Αυτό βέβαια έχει να κάνει μάλλον με υπολογισμούς αριθμητικούς και όχι απαραιτήτως με λόγους αρχής.
Αλλωστε και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η συνεργασία «ανά θέμα» μοιάζει να είναι η συνταγή που προκρίνει η ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος για το μέλλ0ν. Αλλά μια κυβέρνηση με σαθρή πλειοψηφία που θα στηρίζεται στις ψήφους κάποιων ανεξάρτητων μικρότερων κομμάτων δε μοιάζει ιδανική επιλογή.
Η «παρέκκλιση» του Φρίντριχ Μερτς
Ακόμα πιο περίπλοκη μοιάζει η κατάσταση στη Γερμανία με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία AfD να έχει στρογγυλοκαθίσει στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων και με ποσοστά γύρω στο 20%. Αυτές τις ημέρες ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων μια δήλωση του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU) Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο συνεργασίας με πολιτικούς της AfD σε τοπικό επίπεδο. Αφορμή έδωσε φυσικά η εκλογή ενός περιφειάρχη στη Θουριγγία και ενός δημάρχου στη Σαξωνία-Ανχαλτ από την AfD, που μετά το αρχικό σοκ, συνειδητοποιήθηκε ως μη αναστρέψιμη πραγματικότητα. Μετά τις έντονες αντιδράσεις και από το δικό του κόμμα ο Μερτς προσπάθησε να υποβαθμίσει το περιεχόμενο των δηλώσεων του, αλλά είναι πολλοί που αναρωτιούνται ανοιχτά αν θα πρέπει να είναι αυτός που θα οδηγήσει το κόμμα ως υποψήφιος καγκελάριος στις εκλογές του 2025. Ως τότε πολλά θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει, ωστόσο με βάση τις σημερινές δημοσκοπήσεις μια κυβερνητική πλειοψηφία CDU-AfD θα ήταν εφικτή.
Είναι πολλοί αυτοί που θυμίζουν την «αρχή» του Χέλμουτ Κολ ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχει κόμμα στα δεξιά της Χριστιανοδημοκρατίας, αλλά και την φραγή της Ανγκέλα Μέρκελ προς την ακροδεξιά. Αλλά στα χρόνια της η AfD γιγαντώθηκε και οι καιροί έχουν αλλάξει. Είναι σαφές ότι ένα από τα κρισιμότερα ερωτήματα που θα κληθεί να απαντήσει η Χριστιανοδημοκρατία στα επόμενα χρόνια θα αφορά τη διατήρηση ή την διαγραφή των διαχωριστικών γραμμών προς την ακροδεξιά. Και η απάντηση κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι.