Oύτε το 2030 προβλέπεται να έχει επιστρέψει η Ελληνική οικονομία στα επίπεδα που βρισκόταν το 2008.
Τι κι αν βγήκαμε στις αγορές. Τι κι αν η χώρα πήρε επενδυτική βαθμίδα. Τι κι αν τα Ελληνικά ομόλογα έχουν χαμηλότερες αποδόσεις σε σχέση με τα Γαλλικά και τα Ιταλικά, ακόμα και τα αμερικάνικα και του Ηνωμένου Βασιλείου. Oύτε το 2030 προβλέπεται να έχει επιστρέψει η Ελληνική οικονομία στα επίπεδα που βρισκόταν το 2008. Και όποιος το λέει αυτό, μάλλον είναι υπερβολικά αισιόδοξος.
Τόση ήταν η ζημιά των μνημονίων, των πειραματισμών, της πολιτικής αναταραχής, της ίδιας της χρεοκοπίας της χώρας. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πραγματικό ΑΕΠ του 2023 ήταν υψηλότερο κατά 13,7% σε σύγκριση με τον πυθμένα (trough) της κρίσης χρέους (2013), ωστόσο ήταν χαμηλότερο κατά 17,0% σε σχέση με την κορυφή (peak) της προς κρίσης χρέους περιόδου (2008).
Ως εκ τούτου, τα τελευταία δέκα χρόνια η ελληνική οικονομία έχει ανακτήσει το 37,0% των απωλειών σε όρους πραγματικού ΑΕΠ που είχε την5ετία 2009-2013 (-27,0%). Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, για να φτάσει η ελληνική οικονομία στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, ήτοι το 2030, το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ που είχε το 2008, θα πρέπει για τα επόμενα 7 χρόνια (2024, 2025, …, 2030) να μεγεθύνεται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,7%.
Παρά την ώθηση που δίνουν στην οικονομία τα κεφάλαια του Ταμείου, Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, το προαναφερθέν σενάριο ανάπτυξης κρίνεται ως αισιόδοξο, αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας. Οι περιορισμοί πηγάζουν από τα τρέχοντα εξωγενή ρίσκα (γεωπολιτικές εντάσεις και στασιμότητα Ευρωζώνης) αλλά και από τις επιπτώσεις των χαμηλών καθαρών επενδύσεων και του δημογραφικού προβλήματος στον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην πρόσφατη έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (Οκτ-24), εκτιμά τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης στην Ελλάδα την 6ετία 2024-2029 στο 1,7%.
Πέραν της ανάγκης για τη διατήρηση της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης έτσι ώστε να μειώσει σε έναν βαθμό την απόσταση που τη χωρίζει από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εξίσου σημαντικό είναι το εν λόγω μονοπάτι μεγέθυνσης να μετασχηματίσει την οικονομία, καθιστώντας την ανθεκτικότερη έναντι μελλοντικών κρίσεων. Αυτό το ζήτημα κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο της ονομαστικής ιδιωτικής κατανάλωσης στο ονομαστικό ΑΕΠ ήταν στο 68,7% το 2023, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 15,7 ποσοστιαίες μονάδες. Τον ίδιο χρόνο, τα μερίδια των επενδύσεων παγίων και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ήταν στο 15,2% και στο 43,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 6,7 και 6,8 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Προφανώς, είναι δύσκολη η μεταστροφή και συνάμα μία δύσκολη άσκηση για την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.