Tη διαμόρφωση ειδικών Συμβολαίων για τη Διαφορά (CFD) για τη βιομηχανία, την παροχή κινήτρων για τη σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρισμού (PPA) και μία σειρά άλλων μέτρων ζητεί η Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) για την αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού κόστους, ειδικά την περίοδο αυτή που η τιμή του ηλεκτρισμού σε όλη τη ΝΑ Ευρώπη είναι κατά πολύ υψηλότερη από αυτή των λοιπών Ευρωπαίων εταίρων.
Οπως τονίζει η Ένωση το κυρίαρχο πρόβλημα της εγχώριας βιομηχανίας έντασης ενέργειας είναι το μη ανταγωνιστικό κόστος ηλεκτρισμού έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της, ένα πρόβλημα που τους τελευταίους μήνες συνεχώς επιδεινώνεται.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΒΙΚΕΝ ζητεί την άμεση λήψη μέτρων, επικαλούμενη το μοντέλο της Ιταλίας. Πιο συγκεκριμένα προτείνει :
-Nα εξεταστεί η λύση της διάθεσης μέσω διαγωνισμών στις ενεργοβόρες βιομηχανίες Συμβολαίων για τη Διαφορά (CFD) από μείγμα φωτοβολταϊκής, αιολικής αλλά και υδροηλετκρικής ενέργειας, δηλαδή ένα φορτίο σχεδόν σταθερό όλο το 24ωρο. Τα CFD μπορεί να αφορούν μία περίοδο τριών ετών, μέχρι να αυξηθεί η προσφορά συμβολαίων ΡΡΑ και να υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός.
-Να δοθούν κίνητρα στις βιομηχανίες για τη σύναψη μακροχρόνιων ΡΡΑ
- Να διατεθεί το αναγκαίο ποσό που απαιτείται για την επιδότηση της τοποθέτησης μπαταριών με ΦΒ (behind the meter) για ενεργοβόρες βιομηχανίες στην ΥΤ, με ανώτατο όριο τα €5εκ ανά συμμετέχοντα και όριο €200.000/Mw. Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι επιτυγχάνεται σημαντική οικονομία κλίμακας ως προς την ευρεία επιδότηση τοποθέτησης μπαταριών μικρής ισχύος.
Αξίζει να αναφερθεί ότι , στην τελευταία κοινή επιστολή τους προς την απερχόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή , με ημερομηνία 18/11/24, επιστολή την οποία προσυπεγράφουν οι Ενώσεις των Βιομηχανιών Εντασης Ενέργειας της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας ζητούν την παράταση ισχύος του Προσωρινού Πλαισίου για την Κρίση και τη Μετάβαση, του TCTF, προκειμένου να στηριχθεί η βιομηχανία της Ανατολικής Ευρώπης απέναντι στο υψηλό κόστος ηλεκτρισμού. Μάλιστα ζητούν την παράταση ισχύος του TCTF μέχρι την ολοκλήρωση της φυσικής ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού και την αποκατάσταση των ηλεκτροπαραγωγικών υποδομών της Ουκρανίας.
Πέραν όμως των νέων μέτρων, η ΕΒΙΚΕΝ ζητεί την καταβολή των ήδη εγκεκριμένων επιδοτήσεων. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η αδυναμία εξασφάλισης των αναγκαίων ποσών για τους εγκεκριμένους μηχανισμούς επιδότησης των επιλέξιμων εγχώριων βιομηχανιών, οδηγεί όχι μόνον σε καθυστερήσεις αλλά σε μείωση του τελικού ποσού, πράγμα που υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
‘Ενα παράδειγμα είναι ο μηχανισμός Αντιστάθμισης CO2. Για το 2024 απαιτούνται για την κάλυψη του τμήματος της βασικής επιδότησης (AMAX) € 254 εκατ, ενώ έχει αποφασιστεί να διατεθούν μόλις € 154εκατ. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η ΕΒΙΚΕΝ προτείνει για το 2024 να αυξηθεί σε 25% από 17% το ποσοστό επί των εσόδων από τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, που διατίθεται για τη βιομηχανία. Μάλιστα υποστηρίζει το ποσοστό αυτό, δηλαδή το 25% να παραμένει σταθερό κάθε χρόνο και τα ποσά που δεν θα χρησιμοποιούνται να επιστρέφονται στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ).
Ακόμα προτείνει :
– Μηχανισμό αποζημίωσης της διαθεσιμότητας της Ζήτησης (non fossil flexibility mechanism).
Πρέπει να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή της ζήτησης στην αγορά εξισορρόπησης, προσφέροντας υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου στις κρίσιμες ώρες του συστήματος, στο πλαίσιο ενός νέου μηχανισμού, που θα κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς έγκριση. Αντίστοιχος μηχανισμός έχει ήδη εγκριθεί για τη Γαλλία (SA 107352). Για το σκοπό αυτό, ο ΑΔΜΗΕ πρέπει να παρουσιάσει τεχνική μελέτη με τις ανάγκες του συστήματος σε ευέλικτη ισχύ από την πλευρά της ζήτησης και το υπουργείο να θέσει προσωρινό ενδεικτικό εθνικό στόχο για την ευελιξία της Ζήτησης
- Επίσπευση της κοινοποίησης στην ΕΕ του μηχανισμού μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ για τις επιλέξιμες βιομηχανίες σύμφωνα με τις νέες Κατευθυντήριες γραμμές, καθώς το προηγούμενο σχήμα έληξε 31.12.2023, καθώς και επιτάχυνση των εκκαθαρίσεων του ΕΤΜΕΑΡ για τα έτη 2021, 2022, 2023, δεδομένου ότι υπερβαίνει τα 120 εκατ. ευρώ το ποσό που οφείλεται στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας.