Η ιστορία ξεκίνησε πριν από 41 χρόνια, όταν οι αραβικές χώρες του ΟΠΕΚ επέβαλαν εμπάργκο στις ΗΠΑ ως αντίποινα για τη στρατιωτική στήριξη που παρείχε η χώρα στο Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, με αποτέλεσμα οι τιμές του πετρελαίου να τετραπλασιαστούν, ο αμερικανικός πληθωρισμός να εκτιναχθεί στα ύψη και το χρηματιστήριο και η οικονομία της χώρας να καταρρεύσουν.
Σύμφωνα με τα έγγραφα που απέκτησε το Bloomberg, κάνοντας χρήση της διάταξης περί ελευθερίας της πληροφόρησης, τον Ιούλιο του 1974 ο νεοεκλεγείς Αμερικανός υπουργός Οικονομικών William Simon και ο αναπληρωτής του Gerry Parsky ξεκίνησαν μια περιοδεία που επισήμως χαρακτηριζόταν ως περιοδεία οικονομικής διπλωματίας σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η πραγματική «αποστολή» τους, την οποία γνώριζε μόνο ο εσωτερικός κύκλος του τότε προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, ήταν να εξουδετερώσουν το «οικονομικό όπλο» του αργού πετρελαίου και να πείσουν το εχθρικό βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας να χρηματοδοτήσει το διευρυνόμενο έλλειμμα της Αμερικής με τον νέο πλούτο του, που δημιουργήθηκε από τα λεγόμενα πετροδολάρια.
Όπως φαίνεται από τα έγγραφα, σύμφωνα με τον Parsky ο Νίξον ξεκαθάρισε πως δεν έπρεπε να γυρίσουν από αυτή την αποστολή με «άδεια χέρια», αφού η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας όχι μόνο θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ευρωστία των ΗΠΑ, αλλά θα έδινε παράλληλα στη Σοβιετική Ένωση «άνοιγμα» να αυξήσει την επιρροή της στον αραβικό κόσμο.
Η επιλογή του Simon (ο οποίος ήταν πρώην επικεφαλής του τμήματος ομολόγων της Salomon Brothers) ως επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής φάνηκε περίεργη αρχικά, καθώς ήταν γνωστός στους χρηματιστηριακούς κύκλους για τον οξύθυμο χαρακτήρα και τον υπερβολικό εγωισμό του -κάποτε, είχε συγκρίνει τον εαυτό του με τον... Τζένγκις Χαν! Μόλις μία εβδομάδα πριν φτάσει στη Σαουδική Αραβία, μάλιστα, είχε τοποθετηθεί δημοσίως κατά του Σάχη του Ιράν -στενού συμμάχου της Σ. Αραβίας την εποχή εκείνη-, χαρακτηρίζοντάς τον «τρελό».
Ωστόσο, ο Simon αντιλαμβανόταν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον την ελκυστικότητα του αμερικανικού κρατικού χρέους, αλλά και πώς να «πουλήσει» στους Σαουδάραβες την ιδέα ότι η Αμερική είναι ο ασφαλέστερος τόπος για να «παρκάρουν» τα πετροδολάριά τους. Με αυτή τη γνώση, η αμερικανική κυβέρνηση κατήρτισε ένα πλάνο που θα επηρέαζε σχεδόν κάθε πτυχή των αμερικανο-αραβικών σχέσεων για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες.
Το βασικό πλαίσιο του σχεδίου ήταν εντυπωσιακά απλό. Οι ΗΠΑ θα αγόραζαν πετρέλαιο από τη Σαουδική Αραβία και θα παρείχαν στο Βασίλειο στρατιωτική βοήθεια και εξοπλισμό. Ως αντάλλαγμα, οι Σαουδάραβες θα τοποθετούσαν δισεκατομμύρια πετροδολάρια σε αμερικανικά ομόλογα και θα χρηματοδοτούσαν τις δαπάνες των ΗΠΑ.
Χρειάστηκαν αρκετές ακόμα «διακριτικές» συναντήσεις για να αποσαφηνιστούν οι λεπτομέρειες, σύμφωνα με τον Parsky. Στο τέλος των πολύμηνων διαπραγματεύσεων παρέμενε μια μικρή αλλά κρίσιμης σημασίας λεπτομέρεια: ο βασιλιάς Φαϊζάλ μπιν Αμπντουλαζίζ αλ Σαούντ απαίτησε οι αγορές των αμερικανικών ομολόγων από τη χώρα να παραμείνουν «αυστηρώς μυστικές», σύμφωνα με το διπλωματικό τηλεγράφημα που απέκτησε μέσω του Εθνικού Αρχείου το Bloomberg.
Φυσικά, εντάσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν 10 μήνες μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, και σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο συνεχίστηκε η έχθρα προς τις ΗΠΑ για τη στήριξη του Ισραήλ. Σύμφωνα με τα διπλωματικά τηλεγραφήματα, ο μεγαλύτερος φόβος του βασιλιά Φαϊζάλ ήταν η αντίληψη πως τα αραβικά χρήματα από το πετρέλαιο θα κατέληγαν «αμέσως ή εμμέσως» στα χέρια του μεγαλύτερου εχθρού του, υπό τη μορφή της αμερικανικής βοήθειας.
Οι αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών, όμως, έλυσαν το πρόβλημα, «ανοίγοντας την πίσω πόρτα» για τους Σαουδάραβες. Η πρώτη από τις πολλές ειδικές συμφωνίες που έκλεισαν οι δύο πλευρές προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ θα επέτρεπαν στη Σαουδική Αραβία να παρακάμψει την κανονική διαδικασία ανταγωνιστικών προσφορών για την αγορά αμερικανικών ομολόγων, μέσω της δημιουργίας επιπλέον όρων (add-ons). Οι πωλήσεις αυτές που εξαιρούνταν από τα επίσημα σύνολα των δημοπρασιών, έκρυβαν όλα τα ίχνη της παρουσίας της Σαουδικής Αραβίας στην αγορά του αμερικανικού κρατικού χρέους.
Μια ακόμα εξαίρεση για τη Σαουδική Αραβία έγινε όταν το υπουργείο Οικονομικών άρχισε να δημοσιοποιεί τα μηνιαία στοιχεία κατά χώρα για τα αμερικανικά ομόλογα. Στην περίπτωση αυτή, αντί να δημοσιοποιούνται τα holdings της Σαουδικής Αραβίας, το υπουργείο τα ομαδοποίησε με αυτά 14 άλλων κρατών, όπως του Κουβέιτ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Νιγηρίας, υπό τον γενικό τίτλο των «εξαγωγέων πετρελαίου» -πρακτική που συνεχίστηκε για 41 χρόνια.
Καθώς στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας συμμετείχαν ελάχιστοι αξιωματούχοι από το υπουργείο Οικονομικών και τη Fed, το μυστικό κρατήθηκε για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Μέχρι τώρα τουλάχιστον, καθώς το υπουργείο Οικονομικών δημοσιοποίησε αυτόν τον μήνα, για πρώτη φορά, τα στοιχεία για τα ομόλογα που βρίσκονται στα χέρια της Σ. Αραβίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η Σαουδική Αραβία κατέχει αμερικανικά ομόλογα ύψους 117 δισ. δολάριακαι είναι ένας από τους μεγαλύτερους πιστωτές των ΗΠΑ.
Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά εγείρουν περισσότερα ερωτήματα από αυτά που απαντούν, αφού φαίνεται πως δεν δείχνουν το πλήρες μέγεθος της τοποθέτησης της Σαουδικής Αραβίας σε αμερικανικό χρέος, η οποία ενδέχεται να είναι τουλάχιστον διπλάσια από αυτό που γνωστοποιήθηκε.
Αναδημοσίευση από το euro2day.gr