To υψηλό ενεργειακό κόστος προκαλεί συνεχείς τριβές ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη βιομηχανία έντασης ενέργειας, καθώς κυβερνητικά στελέχη δείχνουν να υποβαθμίζει ένα γεγονός, το οποίο για τις επιχειρήσεις του κλάδου, που είναι κυρίως εξαγωγικές, αποτελεί πλήγμα για την ανταγωνιστικότητά τους, τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ.
Είναι χαρακτηριστική η έντονη αντίδραση του προέδρου της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας Αντώνη Κοντολέοντα στην θέσεις που διατύπωσε ο σύμβουλος του πρωθυπουργού σε θέματα ενέργειας Νίκος Τσάφος σε άρθρο του στην Καθημερινή για τους «μύθους που κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο», εντάσσοντας μεταξύ αυτών και τον μύθο “ότι η ελληνική βιομηχανία χωλαίνει λόγω του υψηλού κόστους ενέργειας, ενώ ο δείκτης μεταποίησης αυξάνεται ραγδαία, ειδικά μετά το 2021, ανακτώντας σχεδόν όλο το χαμένο έδαφος από το 2007”.
“Δεν είναι τιμητικό για την Ελλάδα να βρίσκεται στην τρίτη από τέλος θέση, μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, στο δείκτη της μεταποίησης.” απάντησε λίγες ημέρες αργότερα, από το βήμα συνεδρίου, ο κ. Κοντολέων, τονίζοντας ότι είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι “το υψηλό κόστος ενέργειας αποτελεί τροχοπέδη για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας στη χώρα μας». Πρόσθσε μάλιστα ότι η “Αλήθεια είναι ότι οι μη ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας στην εγχώρια αγορά πλήττουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων ,ενώ δεν είναι αλήθεια ότι οι ΑΠΕ και οι διασυνδέσεις θα ρίξουν τις τιμές στην αγορά στο κοντινό μέλλον».
Προς την κατεύθυνση αυτή επικαλέστηκε την έκθεση Ντράγκι, που αναφέρει ότι η «Η πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη έγκειται στο γεγονός πως τα οφέλη της πράσινης μετάβασης θα φανούν μόνον όταν οι ΑΠΕ θα καθορίζουν τις τιμές και οι επενδύσεις σε δίκτυα, αποθήκευση και ευελιξία θα έχουν ολοκληρωθεί και θα αποσβένονται». Δηλαδή πολλά χρόνια αργότερα.
Επανειλημμένα η ΕΒΙΚΕΝ, όπως και ο ΣΕΒ και άλλοι φορείς έχουν επισημάνει το υψηλό κόστος ενέργειας στη χώρα μας και τις επιπτώσεις του, μαζί με τη χρόνια αδυναμία των κυβερνήσεων να παράσχουν εγκαίρως στις βιομηχανίες τις διάφορες ενισχύσεις που ή ίδια η ΕΕ έχει εγκρίνει για τους ενεργοβόρους κλάδους της οικονομίας.
Ο κ. Κοντολέων ανέφερε ότι οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας στη χώρα μας ξαφνικά μετά το 2023 βρέθηκαν εκτεθειμένες στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς χωρίς κανένα εργαλείο αντιστάθμισης του κινδύνου και χωρίς στήριξη. Τόνισε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν παρέχει στις ενεργοβόρες βιομηχανίες την ίδια στήριξη που παρέχουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στις δικές τους ενεργοβόρες βιομηχανίες. «Δεν ζητάμε τίποτα παραπάνω και τίποτε λιγότερο», δήλωσε και πρόσθεσε ότι δεν δικαιολογείται η σημαντική περικοπή των ποσών που δίδονται για την Αντιστάθμιση του CO2 με την επιβολή χαρτοσήμου 20 εκατ. ευρώ στα ποσά της περιόδου 2021-2023 καθώς και τη μείωση κατά 100 εκατ ευρώ των ποσών που θα δοθούν για το 2024.
Ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ μίλησε για καταιγίδα που έρχεται στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, τονίζοντας ότι δεν αποτελούν λύση για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες τα ΡΡΑs με φωτοβολταΙκά. Είπε ότι εμπεριέχουν μεγάλο ρίσκο λόγω του κανιβαλισμού των τιμών το μεσημέρι και δεν προστατεύουν από την άνοδο των τιμών, μόλις δύσει ο ήλιος. Όσο για την αυτοκατανάλωση υποστηρίζει ότι μπορεί να αξιοποιηθεί εφόσον δοθούν όροι σύνδεσης.
Η ελληνική αγορά ενέργειας δεν διαμορφώνει ικανές συνθήκες για στοιχειώδη ανταγωνισμό, είπε και επανέφερε στο προσκήνιο τη συμβολή των υδροηλεκτρικών κατά την περίοδο της κρίσης τιμών του καλοκαιριού. Τέλος, ζήτησε να γίνεται κεντρικά στην Ευρώπη ο έλεγχος των διασυνδέσεων για να επιτευχθεί γρήγορα η ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά, αποδίδοντας τις υψηλές τιμές το καλοκαίρι στη διαχείριση των διασυνδέσεων που κάθε κράτος χειρίζεται ξεχωριστά και όχι σε έλλειμμα ενέργειας.