Ούτε ένα μεγαβάτ από μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας δεν προστέθηκε σε σχύ στα μη δασυνδεδεμένα νησιά, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής (ΔΕΔΔΗΕ), ενώ η οικονομική κρίση στην ΕΕ που ξέπσπασε το 2008 είχε ως αποτέλεσμα να επιτευχθούν 6 χρόνια νωρίτερα οι στόχοι των Βρυξελλών για την ενεργειακή εξοικονόμηση (!).
Η συνολική εγκατεστημενη ισχύς των ΑΠΕ στα νησιά έμεινε τον Ιούνιο – τελευταίο μήνα για τον οποίο ο ΔΕΔΔΗΕ δίνει στοιχεία- «κολλημένη» στα 458,97 ΜW, όσο ακριβώς ήταν και τον Ιανουάριο.
Η εγκατεστημένη ισχύς των αιολικών ανέρχεται σε 322,69 MW, των φωτοβολταικών στα 135,98 MW και των μικρών υδροηλεκτρικών σε μόλις 0,30 MW..
Η Κρήτη και η Ρόδος, λόγω μεγέθους, διαθέτουν και τις περισσότερες ΑΠΕ : Στην Κρήτη είναι εγκατεστημένα 278,90 MW, εκ των οποίων τα 200,31 MW σε αιολικά και τα 78,29 MW σε φωτοβολταικά και στην Ρόδο 67,31 MW, εκ των οποίων τα 49,15 MW σε αιολικά και τα 18,16 MW σε φωτοβολταικά.
Η συνολική συμμετοχή των ΑΠΕ στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής των νησιών ανήλθε τον Ιούνιο στο 15,95% ή σε 90.057 Mwh, έναντι 474.333,09 Mwh της ενέργειας από του πετρελαικούς σταθμούς..
Στην Κρήτη η παραγωγή των ΑΠΕ μετέχει με 19,88% στη συνολική τοπική ηλεκτροπαραγωγή και ακολουθούν στη δεύτερη και τρίτη θέση η Λέσβος με 16,58% και η Σάμος με 16,31%, αντίστοιχα.
Το κρίσιμο στοίχημα είναι αν το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ, που φηψίστηκε τον Αύγουστο, θα μπορέσει να αναζωογονήσει, έστω και μερικώς, την αγορά, καθώς στασιμότητα στις ΑΠΕ, με την εξαίρεση κάποιων αιολικών, παρουσιάζει όλη η χώρα.
Από την άλλη πλερυρά, έρευνα του Joint Research Center και της Ευρωπαικής Επιτροπής αποκάλυψε, σύμφωνα με τον ιστότοπο Euractiv ότι, κατά την περίοδο 2000-2014 η τελική κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε κατά 6,35% με την ΕΕ των 28 χωρών- μελών να πετυχαίνει ήδη από το 2014 τον στόχο της ενεργειακής απόδοσης που είχε συμφωνηθεί για το 2020. .
Αναλυτές αποδίδουν την επίτευξη του στόχου στην αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού κατά την περίοδο 2000-2014, που οδήγησε τους καταναλωτές να μειώσουν την ενεργειακή ζήτηση.
Η ευρωπαική βιομηχανία, που το 2014 κάλυπτε το 16% στης συνολικής κατανάλώσης, στα χρόνια μεταξύ του 2000 και του 2014 μείωσε την ενεργειακή κατανάλωση κατά 17,6% και τα νοικοκυριά κατά 9,52%. Αντίθετα στις μεταφορές και τις υπηρεσίες η κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε κατά 2,2% και 16,5% αντίστοιχα.
Στους βιομηχανικούς κλάδους και ειδικά στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, η μείωση είναι πολύ μεγάλη, εξέλιξη που πιθανώς οφείλεται στην οικονομική κρίση.. Οι χαλυβουργίες, τα μή μεταλλικά ορυκτά και τα πετροχημικά μείωσαν την κατανάλωση ενέργειας κατά 24%, 23% και 12%, αντίστοιχα.
Εντυπωσιακή είναι η μείωση στην κλωστουφαντουργία, που φθάνει στο 60%
Καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι για την παραγωγή ενός τόννου χάλυβα, ενός τόννου τσιμέντου ή ενός τόννου χαρτιού το 2014 χρειαζόταν η ίδια ποσότητα ενέργειας όση και το 2000 είναι προφανές ότι η μείωση της κατανάλωσης οφειλόταν σε άλλους λόγους και όχι στην εξοικονόμηση.
Τα νοικοκυρά μπορεί να περιόρισαν την κατανάλωση, καθώς οι τιμές στους λογαριασμούς αερίου και ηλεκρτισμού αυξήθηκαν κατά 30% ως 35% από το 2007 ως το 2015, παράλληλα όμως αγόρασαν και συσκευές που καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια.
Το 2004 μόλις το 2% όλων των ηλεκτρικών συσκευών που πωλούνταν στην ΕΕ είχε ενεργειακή διαβάθμιση Α, ενώ το 2014 το 56% των πωλήσεων αφορούσε συσκευές κλάσης Α.
Η στροφή των καταναλωτών στα ενεργειακά προιόντα εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια