Το πρώτο βήμα για χαμηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας προς τους καταναλωτές έγινε την 25η Οκτωβρίου 2016 με τις δημοπραςιες ΝΟΜΕ. Αυτό υπογραμμίζει ο γενικός διευθυντής του ΕΣΑΗ Γιωργος Σταμτσης χαρακτηρίζοντας μαλιςτα την 25η Οκτωβρίου ως μία πολύ σημαντική ημέρα για την ελληνική αγορά ηλεκτρισμού.
Όπως εξήγησε στη διάρκεια ομιλίας του στο συνέδριο του ΙΕΝΕ : "Για πρώτη φορά οι συμμετέχοντες στην αγορά απέκτησαν πρόσβαση σε λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή, κάτι που για δεκαετίες διατηρούσε ως αποκλειστικό προνόμιο η ΔΕΗ. "
Σύμφωνα με τον κ. Σταμτση "οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ όμως αφορούν πρωτίστως τους καταναλωτές στην Ελλάδα", είπε και υπογράμμισε: "Με την πραγματοποίηση της πρώτης δημοπρασίας έγινε το πρώτο βήμα για το μακροπρόθεσμο άνοιγμα στον ανταγωνισμό της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα. Από εδώ και πέρα οι καταναλωτές πρέπει να περιμένουν ότι ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός θαοδηγήσει σε ακόμη χαμηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, καλύτερες υπηρεσίες, και ευρύτερη γκάμα επιλογών".
Ο γενικός διευθυντής του συνδέσμου των εταιριών παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σημείωσε και το ρόλο που διαδραμάτισαν οι ανεξάρτητες εταιρίες και πριν το ΝΟΜΕ: "Ήδη είδαμε το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ από το 94% να προσγειώνεται στο 88%, κι αυτό να συμβαίνει πριν καν ακόμα τεθούν σε ισχύ οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ. Είδαμε τη ΔΕΗ πιεζόμενη υπό το βάρος του ανταγωνισμού να κάνει για πρώτη φορά έκπτωση 15% στους συνεπείς πελάτες της. Είδαμε όμως και τους καταναλωτές να μην αρκούνται σε αυτό. Να αναζητούν από τους μεγάλους ιδιώτες προμηθευτές ακόμα καλύτερα τιμολόγια, στρεφόμενοι προς αυτούς ακόμα και μετά τις εκπτώσεις της ΔΕΗ". Ο ίδιος έφερε ως παράδειγμα την ανταπόκριση των καταναλωτών της Κρήτης όταν απελευθερώθηκε η αγορά: "Αυτή η απαίτηση των καταναλωτών για ανταγωνισμό και περισσότερες επιλογές, όπως ήδη απολαμβάνουν εδώ και χρόνια σε άλλες αγορές, έγινε ακόμα πιο αισθητή με την απελευθέρωση της αγοράς στην Κρήτη. Καταναλωτές για δεκαετίες εγκλωβισμένοι στο μονοπώλιο, έσπευσαν να αλλάξουν προμηθευτή από τις πρώτες κιόλας ημέρες που δόθηκε αυτή η δυνατότητα στην αγορά της Κρήτης".
Ο κ. Σταμτσης υπενθύμισε ότι το ΝΟΜΕ είναι μεταβατικό μέτρο και λήγει το 2019. Τόνισε την ανάγκη σχεδιασμού για μετά το 2019.
Ο γενικός διευθυντής του ΕΣΑΗ επανέφερε την πάγια θέση των ανεξάρτητων παραγωγών και προμηθευτών ρεύματος που είναι η απευθείας πρόσβαση τους στον λιγνίτη και την υδροηλεκτρική παραγωγή: "Ο ανταγωνισμός όμως για να είναι βιώσιμος πρέπει να επεκταθεί και σε όλη την παραγωγή. Φανταστείτε τι πραγματικά θα προσέφερε στους καταναλωτές η δυνατότητα επί ίσοις όροις ανταγωνισμού στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τι όφελος θα δουν οι καταναλωτές αν οι ανεξάρτητοι παραγωγοί και προμηθευτές, αποκτήσουν πρόσβαση όχι απλά στη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή, αλλά αν μπορούσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του κόστους αυτής της παραγωγής".
Ο κ. Σταμτσης αναφέρθηκε και στο θέμα της ευελιξίας που προσφέρουν οι σύγχρονες μονάδες παραγωγής ρεύματος λόγω της αυξανόμενης διείσδυσης των ΑΠΕ: "Με την αυξανόμενη διείσδυση των κυμαινόμενων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, την ενεργότερη συμμετοχή των καταναλωτών και την ανάπτυξη των αγορών και του ανταγωνισμού σε όλα τα χρονικά επίπεδα (intraday, balancing), γίνεται όλο και πιο φανερή η ανάγκη των ηλεκτρικών συστημάτων για ευελιξία. Δηλαδή χρειάζονται ευέλικτες μονάδες και ευέλικτοι καταναλωτές για να μπορούν να καλύψουν τις διακυμάνσεις στην παραγωγή των ΑΠΕ (λόγω συννεφιάς, άπνοιας κλπ) και να ανταποκριθούν στα σήματα της αγοράς. Την ίδια στιγμή όμως που η διείσδυση των ΑΠΕ καθιστά την ύπαρξη ευέλικτων μονάδων απαραίτητη, είναι η ίδια η διείσδυση των ΑΠΕ που περιορίζει σημαντικά τη συμμετοχή συμβατικών μονάδων παραγωγής στο ενεργειακό μείγμα κι άρα κατ’ επέκταση τις δυνατότητες οικονομικής επιβίωσης αυτών. Συνεπώς προκύπτει η ανάγκη για δημιουργία των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στις μονάδες αυτές να αποκτήσουν έσοδα, αμείβοντάς τες για τη διαθέσιμη ευέλικτη ισχύ που παρέχουν στο Σύστημα. Διαφορετικά, πιο αποδοτικοί παραγωγοί, αλλά με μικρότερη δύναμη αγοράς, θα βρεθούν εκτός αγοράς, γεγονός όμως που θα οδηγήσει σε αύξηση συνολικά του κόστους κάλυψης της ζήτησης, αφού στην αγορά θα απομείνουν λιγότερο αποδοτικές μονάδες".