Ο λόγος ήταν, σύμφωνα με το δημοσίευμα, για να κατασκευάσει δύο ενεργειακές μονάδες άνθρακα, μολονότι τα χρήματα αυτά προορίζονται να βοηθήσουν τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Την επιστολή υπογράφει ο κ. Ανδρέας Μηταφίδης, διευθυντής της Διεύθυνσης Διαχείρησης Ενέργειας της ΔΕΗ, και είναι η ακόλουθη:
"Ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα ενδέχεται να λάβει καταχρηστική εξαίρεση προκειμένου να αυξήσει την χρήση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή (άρθρο στον Guardian, 3/11/2016) δεν ισχύει - βασίζεται σε μια σειρά παρανοήσεων και παρερμηνειών:
Η Ελλάδα δεν προσπαθεί επουδενί να «αναβιώσει το λιγνιτικό της μοντέλο». Στην πραγματικότητα οι αποσύρσεις μονάδων ορυκτών καυσίμων την περίοδο 2014-2023 στην Ελλάδα ανέρχονται σε 4.095MW, από τα οποία 2.671 MW είναι λιγνιτική ισχύς.
Η ΔΕΗ έχει μειώσει το μερίδιο του λιγνίτη στο χαρτοφυλάκιο πωλήσεών της στο 35% το 2015, έναντι περίπου 60% πριν μια δεκαετία και 75% πριν μια εικοσαετία. Πού είναι λοιπόν η οπισθοδρομικότητα;
Η υπό κατασκευή μονάδα Πτολεμαΐδα V δεν χρηματοδοτείται μέσω δωρεάν δικαιωμάτων, τα οποία αφορούν χρηματοδότηση νέων έργων μετά το 2021.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις ως προς τη μείωση των ρύπων, όπως διαπιστώνει η Κομισσιόν στην έκθεση προόδου για το 2015. Την περίοδο 2005-2015 η Ελλάδα μείωσε τις εκπομπές ρύπων κατά 31% (έναντι στόχου 6,5%) και τη χρήση λιγνίτη κατά 40%, ενώ αύξησε το μερίδιο των ΑΠΕ κατά 400%, στις 10.000GWh.
Σύμφωνα με τη μελέτη επάρκειας του συστήματος του ΑΔΜΗΕ, το μείγμα ηλεκτροπαραγωγικής ισχύος το 2023 αναμένεται να περιλαμβάνει 56% ΑΠΕ και 14% λιγνίτη. Ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός με ορίζοντα το 2030 στοχεύει στη μείωση των εκπομπών κατά 55% έναντι του 2005 (περιλαμβάνοντας 62% μείωση των εκπομπών από καύση λιγνίτη).
Η διαθεσιμότητα επαρκούς εφεδρικής ισχύος από συμβατικές τεχνολογίες στο εθνικό και ευρύτερο περιφερειακό επίπεδο είναι απαραίτητη για την ασφαλή μετάβαση από τον λιγνίτη στις ΑΠΕ ως εγχώριο εθνικό καύσιμο, με τρόπο που να αίρει τους κινδύνους στην ασφάλεια παροχής που ενέχονται σε μια τόσο σημαντική αλλαγή. Οποιοσδήποτε διαφορετικός σχεδιασμός συνεπάγεται αύξηση της εξάρτησης από το εισαγόμενο φυσικό αέριο κατά τη διάρκεια της μετάβασης.
Η Ελλάδα έχει ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο και έχει καταρτίσει και ένα φιλόδοξο σχεδιασμό για την επίτευξη των στόχων που τέθηκαν στην παγκόσμια σύνοδο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή. Η διασφάλιση ίσων όρων για τα κράτη μέλη της ΕΕ που βρίσκονται σε δυσχερή θέση είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη συμβολή όλων στην κοινή κλιματική πολιτική."