Με ομιλία του στο συνέδριο του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου “η ώρα της ελληνικής οικονομίας” τονίζει ότι η ΔΕΗ δέχεται “καίριο πλήγμα” από την εφαρμογή ευρωπαϊκών πολιτικών, η οποία “δεν γίνεται ομαλά με βάση τις συνθήκες και ανάγκες αλλά συνυφαίνονται με το πλαίσιο των μνημονίων και τις ειδικότερες απαιτήσεις των δανειστών”.
Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της ΔΕΗ υποστήριξε: “Στη χώρα μας οι ευρωπαϊκές πολιτικές έχουν επίδραση καταλυτική. Ωστόσο η εξειδίκευση και η εφαρμογή τους δεν γίνεται ομαλά με βάση τις συνθήκες και ανάγκες αλλά συνυφαίνονται με το πλαίσιο των μνημονίων και τις ειδικότερες απαιτήσεις των δανειστών. Για τη ΔΕΗ αποτελούν προκλήσεις στρατηγικής διάστασης, τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει θετικά και δημιουργικά, πραγματοποιώντας σε ελάχιστο διάστημα αλλαγές, οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες απαιτούν πολλά χρόνια. Και μάλιστα σε περιβάλλον κάθε άλλο παρά ευνοϊκό, που συνθέτουν οι μέχρι σήμερα καθυστερήσεις, οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας”, σημείωσε χαρακτηριστικά και αναφέρθηκε στις δημοπρασίες ΝΟΜΕ και τη νομοθεσία για την επιβάρυνση των προμηθευτών ρεύματος με το τέλος υπέρ ΑΠΕ: “ Κεντρικό ζήτημα έχει αναδειχθεί το άνοιγμα της αγοράς της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Προσπερνώ τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, και τις ιδιαιτερότητες της αγοράς από την ανάγκη στήριξης της βιομηχανίας, της αγροτικής παραγωγής, των ευάλωτων καταναλωτών, πράγματα που εξ αντικειμένου παραμένουν ανοικτά. Με τις νέες απαιτήσεις των εκπροσώπων των θεσμών στα πλαίσια των κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενων αλλά πόρρω απεχόντων από το Γαλλικό μοντέλο ΝΟΜΕ, η λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ κάποιες ώρες δεν θα επαρκεί. Έτσι η Επιχείρηση θα υποχρεώνεται να παράγει ηλεκτρική ενέργεια με φυσικό αέριο ή να αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια για να τη διαθέτει με ζημία μέσω των δημοπρασιών. Ελπίζω τελικά να επικρατήσει η λογική. Εκτιμώ πάντως ότι το μοντέλο, όπως έχει διαμορφωθεί με τις δυνατότητες εξαγωγών, σε συνδυασμό με τις επιβαρύνσεις των προμηθευτών με τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις για τον ΕΛΑΠΕ δεν θα οδηγήσει, ούτε στο στρεβλό άνοιγμα της αγοράς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ΔΕΗ θα δεχθεί καίριο πλήγμα”.
Ο ίδιος καλεί τους θεσμούς: “Κι αυτό δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι στις προθέσεις της Ε.Ε. Κρίνω σκόπιμο απ’ αυτό το βήμα να στείλω στους θεσμούς και ιδιαίτερα στην ΕΕ το μήνυμα: Προσεγγίστε τα προβλήματα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ολιστικά. Πιάστε το χέρι που σας απλώνουμε για να μεταβούμε σε μια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που θα λειτουργεί πραγματικά για το συμφέρον των καταναλωτών και της ανάπτυξης. Με όπλο τη λογική, την τεκμηρίωση και το διάλογο, είναι απόλυτα εφικτό να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές και διορθωτικές ρυθμίσεις σε συμφωνία ιδιαίτερα με την ΕΕ. Ο σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ επικίνδυνο να διενεργείται στα ασφυκτικά πλαίσια της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Απολυτότητες ή κοντόφθαλμες πολιτικές μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημίες. Όλοι πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας”.
Εξάλλου ο κ. Παναγιωτάκης ανήγγειλε τη σύσταση θυγατρικών εταιριών πελατών για την πώληση τους: “Σε ότι αφορά στη ΔΕΗ έχει γίνει πλήρης συνείδηση ότι τα μερίδια της στην αγορά θα μειωθούν σημαντικά. Γι αυτό προετοιμαζόμαστε και εργαζόμαστε εντατικά έχοντας επαναπροσδιορίσει το εταιρικό μας όραμα: Η ΔΕΗ του μέλλοντος θα είναι διαφορετική. Στόχος να είναι ισχυρότερη. Στο πλαίσιο αυτό, στο επόμενο διάστημα θα υλοποιήσουμε τις προηγούμενες εξαγγελίες μας για το ομαλό άνοιγμα της αγοράς με τη σύσταση θυγατρικών εταιρειών πελατών και τη διάθεσή τους στον ανταγωνισμό”.
Ο ίδιος ζήτησε από την κυβέρνηση:
Πέραν αυτού θέλω να είμαι αισιόδοξος, ότι σήμερα, υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις ώστε :
Να γίνει ουσιαστικός μετασχηματισμός του μοντέλου της αγοράς στα πλαίσια του TARGET Model. Να μεταβούμε σε ένα μοντέλο που δεν θα αναπαράγει τις παθογένειες του υφιστάμενου σήμερα, και παράλληλα θα επιτρέπει στη χώρα μας να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην περιφερειακή αγορά των γειτονικών μας χωρών.
Να καταρτιστεί επιτέλους εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και ανάγκες της χώρας και ταυτόχρονα θα εναρμονίζεται με τις Ευρωπαϊκές πολιτικές και στόχους. Ο σχεδιασμός αυτός αποτέλεσμα συστηματικής επιστημονικής μελέτης, και ουσιαστικού διαλόγου ώστε να τύχει της ευρύτερης δυνατής συμμετοχής θα ξεκαθαρίσει πλήρως το τοπίο σε ότι αφορά το ενεργειακό μείγμα, και τους ρόλους, και θα δημιουργήσει στέρεο υπόβαθρο για πολιτικές επιλογές και ρυθμίσεις που θα διαμορφώνουν το αναγκαίο περιβάλλον για επενδύσεις σε όφελος της οικονομίας και της ανάπτυξης.