Η αγορά με την ώθηση που έδωσαν ορισμένες τραπεζικές μετοχές και 2 -3 blue chips ξεπέρασε εύκολα τις 686 μονάδες που ήταν και το δύσκολο τεχνικό σημείο κατά την πρόσφατη περίοδο. Όπως φαίνεται το γαλλικό momentum αλλά και η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ αναθέρμαναν το κλίμα στο χρηματιστήριο και όλοι περιμένουν μια συνέχεια καθώς αυξήθηκαν και οι τζίροι. Οι μετοχές των τεσσάρων συστημικών Τραπεζών, απέσπασαν το 62% της συνολικής μικτής αξίας συναλλαγών και δεν αποκλείεται η Τραπεζοκεντρική άνοδος να συνεχιστεί, έστω και αν πολλοί από τους επαγγελματίες του χώρου συνεχίζουν να δηλώνουν απόλυτα επιφυλακτικοί για τον κλάδο. Οι τεχνικές ενδείξεις συνηγορούν για συνέχιση της ανοδικής κίνησης του κλάδου, καθώς ο Τραπεζικός δείκτης (+5,19%) διέσπασε ανοδικά την ζώνη 790 - 800, αλλά και την επόμενη αντίσταση στις 815 μονάδες και δείχνει να "βάζει πλώρη" προς την επόμενη αντίσταση των 855 μονάδων.
Κατά τα άλλα, σε τρεις τίτλους ήταν επικεντρωμένο το ενδιαφέρον και πιο συγκεκριμένα σε Ευρ. Πίστη (+15,22%, λόγω και ικανοποιητικών αποτελεσμάτων), ΟΛΘ (+3,85%, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της Ιδιωτικοποίησης, με σημαντικό premium. Τονίζεται πως το 67% του ΟΛΘ πουλήθηκε προς 232 εκατ. ευρώ που υποδηλώνει κεφαλαιοποίηση 346 εκατ. ευρώ, για το 100%, με την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία να είναι στα 214,7 εκατ. ευρώ) και Mermeren (-3,69%, διανομή μικτού μερίσματος από κέρδη προηγούμενων χρήσεων ύψους 1 ευρώ ανά μετοχή και αποκοπή στις 5/5).
Στην περίπτωση του ΟΛΘ, όπου η προσφορά ήταν ασυνήθιστα υψηλή λίγο ψηλότερα των 21,5 ευρώ, οι αμέσως επόμενες συνεδριάσεις θα δείξουν αν ο εν λόγω τίτλος θα ακολουθήσει την "χρηματιστηριακή μοίρα" του ΟΛΠ, ενώ στην περίπτωση της Mermeren, παρά την ιδιαίτερα υψηλή μερισματική απόδοση, κοντά στο 12% και την αποκοπή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (από 5/5 χωρίς το δικαίωμα μερίσματος).
Ο γενικός δείκτης έκλεισε με κέρδη 2,05% στις 697,32 μονάδες, ενώ σήμερα κινήθηκε μεταξύ των 685,54 μονάδων (+0,33%) και 697,75 μον. (+2,11%). Ο τζίρος διαμορφώθηκε στα 79,75 εκατ. ευρώ, ο όγκος ανήλθε στα 125,15 εκατ. τεμάχια, ενώ μέσω προσυμφωνημένων πράξεων διακινήθηκαν 3,8 εκατ. τεμάχια.