Στο στόχαστρο της γερμανικής βιομηχανίας και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει μπει το τέλος υπέρ ΑΠΕ, καθώς οι λογαριασμοί ρεύματος έχουν αυξηθεί υπέρμετρα, με αποτέλεσμα το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της χώρας να ζητεί την αναμόρφωση του συστήματος αμοιβής των ΑΠΕ, όπως γράφει η Handelsblatt.
Η Γερμανία έχει ένα σχήμα εξαίρεσης των μεγάλων ενεργοβόρων βιομηχανιών από τις υψηλές χρεώσεις υπέρ ΑΠΕ, από το οποίο επωφελούνται περίπου 2.000 μεγάλοι, ενεργοβόροι καταναλωτές ηλεκτρισμού. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις όμως πληρώνουν τα ίδια τέλη ΑΠΕ με τους οικιακούς καταναλωτές.
Το μερίδιο της πράσινης ενέργειας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας περίπου στο 1/3 του ενεργειακού μείγματος. ‘Οσο όμως αυξάνει η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα, τόσο αυξάνονται και οι χρεώσεις υπέρ των ΑΠΕ, με αποτέλεσμα σήμερα η Γερμανία να είναι η μία από τις δύο χώρες με το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Η άλλη είναι η Δανία.
Καθώς πλησιάζουν οι βουλευτικές εκλογές αυξάνονται οι πιέσεις προς την κυβέρνηση για την ριζική αναμόρφωση του τρόπου αμοιβής των ΑΠΕ, με στόχο τη δραστική μείωση των χρεώσεων όσο το δυνατόν πιο σύντομα.
Η γερμανική μικρομεσαία επιχείρηση πληρώνει την υψηλότερη τιμή ηλεκτρικού ρεύματος στην ΕΕ, περίπου το διπλάσιο από ότι η αντίστοιχη γαλλική επιχείρηση, δήλωσε στη Handelsblatt ο πρόεδρος της Γερμανικής Ενωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων.( DIHK). Η Ενωση υποστηρίζει ότι υπάρχει άμεση ανάγκη η κυβέρνηση να αναλάβει δράση, καθώς το κόστος θα αυξάνεται όσο περνούν τα χρόνια.
H DΙΗΚ κατέθεσε πρόσφατα επίσημο υπόμνημα με τις θέσεις της, προτείνοντας η χρέωση υπέρ ΑΠΕ να μειωθεί από τα 6,88 σεντσ/kWh σε 4,7 σεντς και η διαφορά να καλυφθεί από τα έσοδα που συγκεντρώνει το κράτος από τη φορολογία στον ηλεκτρισμό, περίπου 7 δισ. ευρώ. Επίσης προτείνει τη δημιουργία ειδικού ταμείου για τις ΑΠΕ και το μοίρασμα του κόστους της πράσινης ενέργειας με τη θέρμανση και τις μεταφορές.