Tην ανησυχία του ότι μπορεί να οδηγηθεί σε αδιέξοδο ο διαγωνισμός για την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ αν δεν υπάρξει έμπρακτο ενδιαφέρον και από ευρωπαϊκές εταιρίες μετέφερε χθες, εμμέσως πλην σαφώς, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης στο συνέδριο του Economist, αναγνωρίζοντας μάλιστα ότι μέχρι στιγμής, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων είναι μηδενικό.
Διευκρίνισε βέβαια ότι ενδιαφέρονται εταιρίες από Κίνα, την Αμερική και την Ιαπωνία, είπε όμως ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν μπορεί να χρησιμοποιείται κατά τρόπο που να παρεμποδίζει τις κινεζικές επενδύσεις. Και κατέληξε ότι αν οι επενδυτές τρίτων χωρών δεν μπορέσουν καταθέσουν μία κατ’ αρχήν προσφορά, τότε οδηγούμαστε σε αδιέξοδο.
Πρόκειται για ένα ενδεχόμενο πολύ σοβαρό, καθώς η ΕΕ έχει διαμηνύσει με διάφορους τρόπους ότι δεν επιθυμεί εταιρίες τρίτων χωρών -ιδιαίτερα οι κρατικές- να αγοράζουν ενεργειακές υποδομές στις χώρες-μέλη της. Ο προβληματισμός δε του κ. Παναγιωτάκη διατυπώνεται τη στιγμή ακριβώς, που οι διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν για την κατάρτιση της λίστας με τις υπό πώληση λιγνιτκές μονάδες κορυφώνονται, - χωρίς ακόμα να έχουν καταλήξει- ενώ το μάρκετ τεστ έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί εντός του Οκτωβρίου, αν βέβαια προλάβει, καθώς πρώτα θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί η λίστα με τα πωλητήρια.
Οι ενεργειακές εταιρίες των χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα έχουν δείξει μέχρι στιγμής ότι αποφεύγουν τις επενδύσεις σε ανθρακικές μονάδες. Μάλλον το αντίστροφο πράττουν, καθώς οι περισσότερες αποεπενδύουν. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του διευθύνοντας συμβούλου της ENEL, κ. Francesco Starace, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Euractiv δήλωσε ότι στην Ευρώπη μόνον στην Πολωνία υπάρχουν αυτή τη στιγμή σχέδια για την κατασκευή νέων ανθρακικών μονάδων ( και η υπό κατασκευή μονάδα της ΔΕΗ στη Πτολεμαίδα, θα συμπληρώναμε εμείς), προσθέτοντας μάλιστα ότι “το μεγάλο ερώτημα είναι και ποιός θα κτίσει και καινούργια μονάδα φυσικού αερίου, καθώς πολλές εταιρίες δεν κάνουν ούτε αυτό.”
Τα νέα ευρωπαϊκά στάνταρ για τον άνθρακα λειτουργούν τελείως αποθαρρυντικά για επενδύσεις στο εν λόγω καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής και οι μονάδες της ΔΕΗ θα χρειαστούν αφενός δαπανηρές περιβαλλοντικές επενδύσεις για να μπορούν να λειτουργήσουν μετά το 2020 και αφετέρου δεν μπορούν να υπολογίσουν το κόστος ρύπων με το οποίο θα επιβαρυνθούν την επόμενη δεκαετία με την αναθεώρηση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, η οποία σήμερα βρίσκεται υπό διαβούλευση.
Μέσα στο περιβάλλον αυτό καλείται το υπουργείο Περιβάλλοντος - Ενέργειας και η γενική διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ να συμφωνήσουν για τις μονάδες λιγνίτη που θα πουλήσει η ΔΕΗ, μία δέσμευση που πλέον έχει εγγραφεί στο μνημόνιο και περιλαμβάνεται στα προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης.
Ο κ Παναγιωτάκης δήλωσε ακόμα χθες ότι στη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους έχει συμφωνηθεί το 70% της λίστας των υπό πώληση μονάδων, στην οποία βασικό κομμάτι αποτελεί η “Μελίτη Ι” και η άδεια της “Μελίτης ΙΙ”, αφήνοντας να εννοηθεί ότι γίνεται και μία μάχη για τις μονάδες του Αμυνταίου, οι οποίες αν τελικά δεν περάσουν στο “πακέτο”, τότε , σύμφωνα με πληροφορίες θα αντικατασταθούν από μονάδες του συγκροτήματος της Μεγαλόπολης.
Από την άλλη πλευρά, ακόμα και αν εταιρίες τρίτων χωρών δώσουν το παρών στο μάρκετ τεστ, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίσουν στον διαγωνισμό όταν ενημερωθούν σε βάθος για τις πολύ αυστηρές ευρωπαϊκές προδιαγραφές τόσο για τις ανθρακικές μονάδες όσο και για το στάτους που πρέπει να διέπει τους ενεργειακούς ομίλους τρίτων χωρών που επενδύουν σε ευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές.
Ένα αποτυχημένο μάρκετ τεστ ή ένας αποτυχημένος διαγωνισμός για την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες λύσεις για τη ΔΕΗ, όπως είναι η πώληση των υδροηλεκτρικών, τα οποία μέχρι στιγμής η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχουν εξαιρεθεί από την υποχρέωση πώλησης.