Eνδιαφέρεται ή όχι να πουλήσει λιγνιτικές μονάδες η ελληνική πλευρά; Γιατί για να προσελκύσει επενδυτές στο, από μήνα σε μήνα αναβαλλόμενο μάρκετ τεστ, θα πρέπει εκτός από τη συμφωνία με τους Ευρωπαίους για το ποιές μονάδες θα διαθέσει η ΔΕΗ, να δημιουργήσει και το κατάλληλο επιχειρηματικό περιβάλλον. Και αυτό δεν φαίνεται να δημιουργείται, όσο δεν αποσαφηνίζονται οι κανόνες που θα ισχύσουν στην νέα αγορά ηλεκτρισμού target model, που μπορεί μεν να έχει πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά αλλά και στην ελληνική περίπτωση φαίνεται να παρεισφρύουν και πάλι οι γνωστές εγχώριες “πατέντες”.
Αυτό τουλάχιστον δηλώνουν κύκλοι της αγοράς, εκφράζοντας τη δυσφορία τους αλλά και την ανησυχία τους για τη διαφαινόμενη πρόθεση της ΡΑΕ να θέσει περιορισμούς στον τρόπο που θα δίνουν προσφορές στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οι ηλεκτροπαραγωγοί. Πρόκειται για περιορισμούς, που όπως υποστηρίζουν δεν ισχύουν σε άλλη χώρα της Ευρώπης και το μόνο αποτέλεσμα που θα έχουν θα είναι να ανεβάζουν τις τιμές, καθιστώντας μη ανταγωνιστική την εγχώρια αγορά.
Τα δύο υπο επεξεργασία μέτρα, που κατά τις πληροφορίες προωθεί η ΡΑΕ, σχετίζονται με την επιβολή απαγόρευσης στην πώληση ηλεκτρικής ενέργειας κάτω από το ωριαίο μεταβλητό κόστος, καθώς και στην υποχρέωση των παικτών να δίνουν προσφορές ανά μονάδα ηλεκτροπαραγωγής και όχι για το σύνολο ή μέρος της παραγωγής τους.
Όπως οι ίδιοι κύκλοι επισημαίνουν οι λιγνιτικές μονάδες είναι εργοστάσια που πρέπει να λειτουργούν σε 24ωρη βάση, καθώς λόγω της τεχνολογίας τους, δεν διαθέτουν την ευελιξία να ανάβουν και να σβήνουν όποτε το σύστημα το απαιτεί και για να τεθούν εκτός λειτουργίας, ( αλλά και για να επανέλθουν ομαλά) χρειάζονται μεγάλο διάστημα προειδοποίησης. Ταυτόχρονα, το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα σήμερα, δηλαδή το χαμηλότερο κόστος καυσίμου σε σχέση με το φυσικό αέριο, είναι μία συνάρτηση , η οποία σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από τις τιμές που διαμορφώνονται στο Χρηματιστήριο Ρύπων για τις αγορές δικαιωμάτων ρύπων.
Αν λοιπόν οι λιγνιτικές μονάδες, που είναι μονάδες βάσης, χάσουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τις προσφορές ηλεκτρισμού στη χονδρική αγορά σε τιμές που να είναι συμφέρουσες μεν για τις ίδιες, εκμεταλλευόμενες ταυτόχρονα την 24ωρη λειτουργία, με μία γκάμα πιο χαμηλών τιμών τη νύκτα και υψηλότερων την ημέρα ή κάποια άλλη κατανομή, τότε στερούνται ένα σημαντικό ανταγωνιστικό ατού και ταυτόχρονα ωθούν όλη την αγορά σε υψηλότερα επίπεδα. Γι΄αυτό το λόγο εκτιμάται ότι το μέτρο της απαγόρευσης πώλησης κάτω του ωριαίου μεταβλητού κόστους θα οδηγήσει σε νέες περιπέτειες….
Ανάλογα προβλήματα προκαλεί και η υποχρέωση της προσφοράς τιμής ανά μονάδα, καθώς δεν επιτρέπει στους παίκτες να εκμεταλλευτούν το σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής τους και να διαμορφώνουν τις τιμές, ανάλογα με το “καλάθι|” της παραγωγής τους. Οταν μάλιστα λειτουργήσει κανονιά το target model, που θα επιτρέπει στους αγοραστές να “βλέπουν” και να “κτυπούν” τις προσφορές ηλεκτρισμού στις άλλες χώρες της ΕΕ, τότε η ελληνική αγορά, που θα λειτουργεί με αυτούς τους περιορισμούς, μπορεί να βγει εκτός παιχνιδιού.
Κύκλοι της ΡΑΕ αναφέρουν ότι ο βασικός λόγος που η Αρχή προσανατολίζεται στην υιοθέτηση των δύο αυτών μέτρων είναι η δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στην αγορά ηλεκτρισμού, που είναι μάλιστα μονοπωλιακή ως προς τον λιγνίτη.
Ωστόσο τα νέα μέτρα σχεδιάζεται να εφαρμοστούν όταν θα τεθεί σε ισχύ το target model -κάποια στιγμή ως το τέλος του 2018, με βάση τη μνημονιακή υποχρέωση της χώρας και αφού θα έχει πωληθεί σε τρίτους το περίπου 40% της λιγνιτικής ισχύος της ΔΕΗ (βάση του προγραμματισμού του υπουργείου Περιβάλλοντος - Ενέργειας, πάντα). Τότε όμως θα υπάρχουν τουλάχιστον δύο παίκτες στα λιγνιτικά…οπότε δεν θα ισχύει το επιχείρημα περί του μονοπωλίου της ΔΕΗ. Ή μήπως κάτι άλλο γνωρίζουν και φοβούνται στη ΡΑΕ…